Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Permanent vacation.

Permanent Vacation (1980)



   Ξημέρωσαν χριστούγεννα στον καναπέ. Σχεδόν κοιμάμαι. Η κουκούλα μου κρύβει το πρωινό φως που παίζει με τις σκιές και τα νεύρα μου. Μία υποψία κουβέρτας καλύπτει το δεξί μου μπράτσο και το ζεσταίνει. Η ώρα πήγε εφτάμιση και έχω πονοκέφαλο. Θέλω ντεπόν αλλά βαριέμαι να της ζητήσω. Σχεδόν κοιμάται. Και οι δυο τους. 
  Αφήνω το σαλόνι πίσω μου και περπατάω σε έναν μικρό, ελάχιστα φωτισμένο διάδρομο παραπατώντας. Τα ρούχα μου μυρίζουν τσιγάρο, πολυκοσμία και χυμένο ρούμι (ή ο,τι ήταν αυτό που πίναμε, μου είπαν ρούμι). Κρυώνω και ανοίγω την μπαλκονόπορτα να βγάλω τα παπούτσια μου. Απέναντι βλέπω παλιά σπίτια στη σειρά, κιτρινισμένα από τα σύννεφα και τα χρόνια, κάπου στο βάθος μία εκκλησία και στο δρόμο τέσσερις ορόφους κάτω από τα πόδια μου, γάτες και σκύλους να ξυπνάνε.
  Το μπάνιο είναι ασπρόμαυρο και παλιομοδίτικο, με κοριτσίστικα (ή γυναικεία) πράγματα παντού. Κοιτάζω στον καθρέφτη και συγκλονίζομαι με την όψη των ματιών μου. ''Ναι, χρειάζομαι ύπνο.'' Ρίχνω λίγο παγωμένο νερό στο πρόσωπό μου, φτιάχνω λίγο τα μαλλιά μου (αλλιώς δεν μπορώ να κοιμηθώ) και φεύγω.
  Το δωμάτιο είναι ακριβώς ο,τι ζητούσα. Ακατάστατο σαν το δικό μου, όχι πολύ, όσο χρειάζεται για να νιώσω άνετα, λίγο φως απ' έξω, όσο χρειάζεται για να βλέπω μπροστά μου. Το στρώμα είναι στο πάτωμα κι ένας καθρέφτης δείχνει εμένα κάπου εκεί δίπλα. Η καινούρια μου συντροφιά, μια βυσσινί κουβέρτα, μου ρίχνει ένα χαμόγελο γεμάτο υποσχέσεις και με τραβάει πάνω της. Την αγκαλιάζω, μπλεκόμαστε και μετά από λίγο ηρεμώ.
  Τις τελευταίες στιγμές πριν πεθάνω (προσωρινά) φέρνω στο μυαλό μου όλες τις ανάσες του κόσμου, τα φώτα του δρόμου που απορροφάει το γαλάζιο φως του πρωινού, όλα τα νεκρά βήματα στο δρόμο για το σπίτι από όλους όσους δεν ήθελαν να πάνε σπίτι τους. Το σώμα μου είναι ζεστό με μια ζέστη που έχω να νιώσω ένα χρόνο παρά κάτι μέρες αλλά τώρα είναι σε πιο ωραία σκεπάσματα. Θα ξυπνήσω σε 5 ώρες περίπου, θα πω στη μάνα μου ότι δεν θα πάω για φαγητό σπίτι, θα πάρω παυσίπονο, θα πιω καφέ με την Αυτή ενώ ο Αυτός ακόμα κοιμάται, θα κοιτάμε μαζί έξω από το παράθυρο τα σύννεφα και θα περιμένω την πρωτοχρονιά.








Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Καφές και Καστανέντα.

Μην το βλέπεις έτσι, έχει να χιονίσει καμιά 15αριά χρόνια.




Κρυώνω. Διπλή μπλούζα, ζεστή σοκολάτα και τσιγάρα. Η μάνα μου είπε να στρώσω τα χαλιά, αλλά ως παθολογικά τεμπέλης, αυτό δεν έγινε ακόμα. Τα τσιγάρα μου είναι δανεικά και τα σπίρτα μου δυσλειτουργικά (κατάρα στην Ινδία). Διώχνω τον πονοκέφαλό μου με λίγο νερό και θυμάμαι όλα εκείνα τα πρωινά που ξύπνησα αγκαλιά με το χανγκόβερ και το άρωμα του καφέ να με σηκώνει πετώντας από το κρεβάτι, όπως στα καρτούν, Κυριακές με σύννεφα (υπάρχουν άλλες Κυριακές;), ίσως λίγη βροχή, με το αίμα μου γεμάτο οινόπνευμα, καφείνη και θρυμματισμένο ντεπόν, με το σπίτι μου ακατάστατο γιατί είμαι μικρός ακόμα (μη γελάς, είμαι), το τασάκι μου γεμάτο και τα ρούχα μου είναι πιτζάμα, φούτερ και Ρέι Μπαν, σαν βαμπίρ.
Συγκρίνω τη μέθη μου με σαμάνους του βορρά και βλέπω οράματα στα πάρτυ που μου λένε το παρελθόν και το μέλλον του πνεύματος μέσα από τους φίλους μου και γελάμε και χορεύουμε και μιλάμε για περίεργη μουσική και στο ορκίζομαι ότι ήταν κι αυτοί σαμάνοι κάποτε και ίσως θα είμαστε ξανά κάποτε όταν η γη καταπιεί τις βιομηχανίες μας. Ποιος ξέρει;
Ψάχνω ταινίες και θυμάμαι τις μέρες μου στην Αθήνα που είχα μόνο την τσάντα μου και έμενα σε σπίτια σαραντάρηδων με τατού Λεντ Ζέππελιν και καναπέδες και γάτες και γονείς πρώην αντάρτες και ποτά και μαξιλάρια στο πάτωμα. Δεν θυμάμαι πώς έλεγαν εκείνο το παιδί που μέναμε μαζί δυο μέρες και είχε ωραία ντουζιέρα και είχα αράξει εκεί και το βράδυ βλέπαμε αστυνομικές σειρές και πίναμε κακάο και λέγαμε για παραλίες μες στο καταχείμωνο.
Και ακούω μουσική και πίνω καφέ χωρίς καλαμάκι (μου τελείωσαν λέμε), και αράζω στον καναπέ μου και πες ό,τι θες, αλλά μία από αυτές τις μέρες θα ξυπνήσω και θα είμαι στις σκάλες με μπύρα Προστ στο χέρι, θα κανει χριστούγεννα αλλά θα είμαι καλά ντυμένος να μην κρυώνω και θα μιλάω για ακατανόητα πράγματα (όπως κάνω τώρα).







Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Γάτα και έντομο.




Τι λέξεις έχεις για δυο μάτια
που καίνε τον χρόνο
και κόβουν τον κόσμο στη μεση;

Δεν έχεις.
Μόνο βιασύνη
και θάλασσα
και κρύο
και φωτιά

σπίτι
και σύννεφο
και αυγή
και μόνο αυτά είναι δικά σου,
αλλά δεν είναι λέξεις
γιατί δεν έχεις λέξεις.

Μόνο τα μάτια.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Το πάρτυ στην άκρη του χρόνου.




  Το σπίτι ηταν μεγάλο και ζεστό και μύριζε κάπως σαν αυτό που νομίζω ότι θα μύριζε το σπίτι του Άλλεν Γκίνσμπεργκ. Γύρω στα είκοσι άτομα βρίσκονταν διασκορπισμένα στον χώρο. Δεν ήξερα τους περισσότερους, χαιρέτησα κάπως τυπικά με ένα μικρό χαμόγελο και έψαξα με το βλέμμα μου για την Λη. Δεν την είχα δει ποτέ και απλά έψαχνα για την περιγραφή που μου είχε δώσει ο Ίγκορ. Έβγαλα το παλτό μου και το άφησα με αδέξιες κινήσεις στον πράσινο καναπέ δίπλα μου. Ένα πικ-απ έπαιζε έναν παλιό δίσκο του Τόνυ Σκοτ. Ένας ψηλός ξανθός άντρας ντυμένος με αριστοκρατικά ρούχα προηγούμενων δεκαετιών με πλησίασε χαμογελαστός.
-Καλησπέρα, ειμαι ο Ντμίτρι!
Έσφιξα το χέρι του.
-Γεια, είμαι ο Ζακ. Πώς πάει;
Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
-Όλα καλά. Η Λη μας είπε ότι θα ερχόσουν. Ο Ίγκορ;
-Δεν θα μπορέσει να έρθει απόψε. Θα φτάσει το πρωί.
-Υπέροχα! Έλα να σε συστήσω στους άλλους, η Λη ετοιμάζει ποτά και φαγητό ακόμα.
Χαμογέλασα.
-Ναι, γιατί όχι.


  Στα δύο μπαλκόνια στέκονταν μερικοί από τους καλεσμένους και μιλούσαν ευδιάθετοι. Στον ουρανό φαινόταν το τελευταίο φως της ημέρας να χάνεται. Απέναντι, στον μεγάλο τοίχο του σαλονιού υπήρχαν δύο μεγάλες κορνίζες με πορτρέτα του Πήτερ Μπρότζμαν και του Γουίλιαμ Μπάροουζ. Ένας μεγάλος Βούδας μας κοιτούσε από την κορυφή της βιβλιοθήκης.  
  Ακολούθησα τον Ντμίτρι σε μία παρέα που στεκόταν σε μία γωνία του δωματίου. Γύρισαν όλοι και με κοίταξαν με χαμόγελα. Συστήθηκα και άκουσα ονόματα που ξέχασα μετά από χρόνια. Όση ώρα μιλούσα ή μου μιλούσαν το μυαλό μου έτρεχε, χανόταν και έπιανα τον εαυτό μου να ψάχνει την Λη μέσα σε χαμηλό φως, καπνό, ομιλίες και δυνατή μουσική από κλαρινέτο. Όλα ήταν βουητό, ένα ευχάριστο βουητό. Μία γυναίκα μου προσέφερε ένα τσιγάρο. Ρεβέκκα ήταν το όνομά της ή πάλι παίζει η μνήμη μου;
-Καλωσήρθες!  Με το μαλακό, είναι δυνατό!
Της χαμογέλασα.
-Ευχαριστώ!
Έφερα το τσιγάρο στα χείλη μου και το άναψα. Στην πρώτη τζούρα ένιωσα τη γλώσσα μου να μουδιάζει από την γλυκιά γεύση. Η Ρεβέκκα δεν μου είπε ψέματα.
  Θυμήθηκα τον Ίγκορ που μου μιλούσε με ενθουσιασμό για τα πάρτυ στης Λη. Τον κόσμο, την μουσική, την αφρόκρεμα της τέχνης που έβρισκες εκει. Και άλλα πράγματα για τα οποία ήταν πιο μυστικοπαθής και έπαιρνε ύφος μικρού παιδιού που δεν θέλει να χαλάσει την έκπληξη:
 ''- Θα φτάσω κι εγώ το πρωί, μην φοβάσαι! Έχω μιλήσει με την Λη και μου είπε ότι θα σε περιμένει. Της έδειξα πίνακές σου και ενδιαφέρθηκε! Πίστεψέ με, δεν έχεις ξαναπάει σε τέτοιου είδους πάρτυ. Αλλά είπα ήδη αρκετά. Θα μιλήσουμε αύριο πιο συγκεκριμένα.''

Κοίταξα γύρω μου. Όλοι ήταν χαμογελαστοί και γεμάτοι ζωντάνια. Ο Ντμίτρι μιλούσε με τον Γιαν, έναν καθηγητή φιλοσοφίας σχετικά με κάτι που απαιτούσε να κάνει έντονες κινήσεις με τα χέρια του. Η Ρεβέκκα έστριβε γεμάτη ενέργεια τσιγάρα ενώ μιλούσε με άντρες και γυναίκες που της ζητούσαν ακόμη ένα ή την ρωτούσαν τα νέα της. Στον απέναντι καναπέ από την Ρεβέκκα καθόταν ο Φελίπε, ένας μουσικός, καπνίζοντας και μιλώντας παθιασμένα. Καινούριος κόσμος έφτανε κάθε λίγο. Ανά στιγμές πολλοί μου μιλούσαν χαμογελαστοί κι εγώ συστηνόμουν. Δεν άκουγα τι έλεγαν. Κάπνιζα και ένιωθα ήδη το κεφάλι μου ελαφρύ. Ένα πράγμα ήταν στο μυαλό μου. Η Λη.


-Η Λη έρχεται με τα ποτά!
  Η φωνή του Ντμίτρι με έκανε να γυρίσω απότομα και να κοιτάξω. Μία όμορφη μικροκαμωμένη γυναίκα γύρω στα τριάντα ερχόταν από την κουζίνα κρατώντας έναν δίσκο γεμάτο ποτήρια διαφόρων μεγεθών και περιεχομένων. Την ακολουθούσαν τρεις ακόμα γυναίκες κρατώντας ανάλογους δίσκους, ντυμένες κομψά. Χωρίς η ένταση του πάρτυ να μειωθεί μοίρασαν ποτά ανταλλάσσοντας σύντομες κουβέντες με τους δίχως άλλο ευχαριστημένους παρεβρισκόμενους. Κοιτούσα την γυναίκα που εδώ και τρία λεπτά ήταν η Λη. Η ηρεμία και η παιδικότητά της από τη μία, η σοβαρότητα και η δύναμή της από την άλλη με έκαναν να την περιεργάζομαι, κάθε μικρό της χαμόγελο, κάθε μικρή της κίνηση.
  Τελείωνα το τσιγάρο όταν ο Ντμίτρι παίρνοντάς την από τον ώμο την έφερε μπροστά μου.
-Αυτός είναι ο Ζακ! Ζακ επιτέλους, γνωρίζεις την Λη!
Έσβησα το τσιγάρο γρήγορα και σφίγγοντας το χέρι της προσπάθησα να ακουστώ όσο πιο τυπικός μπορούσα.
-Χάρηκα. Πολύ ωραίο σπίτι και ακόμη καλύτερο πάρτυ. Ο Ίγκορ με είχε προειδοποιήσει!
Χαμογέλασε.
-Σ' ευχαριστώ! Περνάς καλά;
Τα μάτια μου έπεσαν στο χαμόγελό της που αποκάλυπτε πανέμορφα δόντια. Χανόμουν σιγά σιγά στις λέξεις και την ανεπαίσθητη τραγουδιστή προφορά της.
-Ναι, όλα είναι τέλεια.
-Χαίρομαι! Βλέπω τελείωσες το τσιγάρο σου. Να, δοκίμασε από αυτό, η Ρεβέκκα έχει πίπα.
Έβγαλε από ένα μικρό ξύλινο κουτί που κρατούσε, ένα πάνινο πουγκί. Το άνοιξα και είδα μία μικρή ποσότητα εβένινου χασίς.
-Ω, είσαι πολύ καλή! Ευχαριστώ.
Άγγιξε τον ώμο μου.
-Μην το συζητάς. Δεν θα αργήσω.
-Εντάξει!

Την κοιτούσα καθώς απομακρυνόταν, μαγεμένος με την κίνησή της και τα μαύρα σγουρά μαλλιά της. Χάθηκε κάπου ανάμεσα στον κόσμο που συνεχώς αυξανόταν. Έψαξα για την Ρεβέκκα στο σημείο που την είδα τελευταία φορά. Ήταν ακόμη εκεί, κάπνιζε καθισμένη στον καναπέ με σταυρωμένα πόδια. Την πλησίασα κάνοντας μία αμήχανη χειρονομία χαιρετισμού.
-Γεια και παλι. Η Λη είπε ότι έχεις πίπα.
-Ναι, φυσικά! Σου έδωσε το δικό της έτσι δεν είναι; Ελπίζω να νιώθεις τυχερός, δεν το κάνει συχνα! Να, πάρε, κάπνισε εδώ αν θέλεις.
Κάθισα και μου έδωσε μια μικρή μαύρη πίπα με εξωτικά σκαλίσματα. Έβγαλα ένα μικρό κομμάτι και το έχωσα στην πίπα. Την άναψε η Ρεβέκκα και τράβηξα μία δυνατή τζούρα. Την ένιωσα μέχρι τα μάτια μου. Φύσηξα και λευκός πυκνός καπνός βγήκε φτιάχνοντας ένα μικρό σύννεφο. Η Ρεβέκκα με κοιτούσε.
-Είναι κάτι άλλο, έτσι;
-Ναι, σιγουρα!
Η καρδιά μου έκανε ακατανόητες μικρές κινήσεις και όλα πλέον φαίνονταν να έχουν διαφορετική υφή. Πιο τραχιά και λαμπερή ταυτόχρονα. Ένιωσα ένα ανόητο μικρό χαμόγελο να δίνει σχήμα στα χείλη μου.
Πολλοί χόρευαν στη μουσική του ''Caravan'', όμορφος καπνός σχηματιζόταν σε σημεία, δροσιά ερχόταν από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες, με τα ζεστά φώτα του μπαλκονιού να ρίχνουν παιχνιδιάρικες σκιές στους ακουμπισμένους στα κάγκελα κυρίους και κυρίες οι οποίοι επιδίδονται στο σπόρ της συζήτησης-μετά-λικνίσματος-ώμου. Πολλών ειδών πρόσωπα περνούσαν και χαιρετούσαν τη Ρεβέκκα, πρόσωπα για τα οποία μέσα σε χιλιοστά του δευτερολέπτου το μυαλό μου σκαρφιζόταν ιστορίες και βιογραφικά σημειώματα πριν χαθούν για πάντα μαζί με τον καπνό που φυσούσα στο κενό.
''A Love Supreme'' και η κιθάρα του Μακλάφλιν με ανάγκαζε να κινούμαι ανάλογα με την διάθεσή της, με την Ρεβέκκα να έχει χαθεί μέσα στον προσωπικό της λαβύρινθο σκέψεων και οπτασιών, καθώς ήταν αρκετά μαστουρωμένη για να ξεχάσει την ικανότητα να προφέρει λέξεις. Μία γυναίκα με φωτεινά κόκκινα μαλλιά έβαλε στο χέρι μου ένα ποτήρι και χαμογελώντας πρόφερε μερικές λέξεις που υπό άλλες συνθήκες θα μου αποκάλυπταν την ταυτότητα του νέου μου αποκτήματος, αλλά δεν μπορούσα να τις επεξεργαστώ κι έτσι χαμογέλασα ευγενικά και είπα ''ευχαριστώ''. Καθώς έφερα το ποτήρι στα χείλη μου ένιωσα την γεύση από ρούμι, πορτοκάλι και κάτι πιο πικρό να ανεβαίνει μέχρι τους κροτάφους μου για λίγες στιγμές. Κρατώντας ακόμα το ποτήρι χάθηκα ξανά στις σκέψεις μου μαζί με τα χρώματα, τους ήχους και τις κινήσεις του χορού που περνούσε μπροστά μου, σαν μία κινηματογραφική προβολή σχεδιασμένη μόνο για εμένα. Σχεδιασμένη για εμένα από την Λη.

-Έλα, είναι ώρα.
Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα την Λη να μου χαμογελά προτείνοντας το χέρι της. Το έπιασα και σηκώθηκα, ευχάριστα ζαλισμένος από την έκπληξη. Είναι ώρα. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Έπιασα τον εαυτό μου να την κρατά απαλά από τη μέση και να την ακολουθεί μέσα από κόσμο, σχεδόν σαν να την ξέρω από καιρό και σαν να ξέρω που πηγαίνουμε.
  Μου έριχνε κλεφτές ματιές που δυσκολευόμουν να ερμηνεύσω. Ο χορός και η μουσική γύρω μας δυνάμωνε, ή ηχώ από τα τύμπανα χτυπούσε στο κεφάλι μου και εκσφενδονιζόταν πίσω, σαν μια συνεχόμενη αδιάσπαστη ενέργεια που έπρεπε να μοιράσει τον εαυτό της. Η Λη έβαλε κι αυτή το χέρι της στη μέση μου.
  Ήξερα πως ένιωθε αυτά που κι εγώ ένιωθα και έβλεπα. Ήξερα πως ο σκοτεινός διάδρομος που μας δεχόταν πλέον ήταν φτιαγμένος από την Λη. Ήξερα ότι έβλεπα καλά ενώ εκτεινόταν σαν ζωντανό ον τόσο μέσα μου όσο και απέναντί μου. Ήξερα ότι ο Ίγκορ θα ερχόταν το πρωί. Έβλεπα σιγά σιγά όλα αυτά που θα γίνονταν και θα άλλαζαν. Έβλεπα τους τοίχους να γεμίζουν ιριδισμούς και μουσική. Έβλεπα το κενό μπροστά μου να χαμογελάει στοργικά και να χάνομαι σε αυτό.
  Γύρισα και είδα για μια τελευταία φορά τους ανθρώπους να χαμογελούν, να πάλλονται, να χορεύουν, να μεθούν και να ταλαντεύονται σαν παλιές αναμνήσεις που ξεχνιούνται σε δευτερόλεπτα στην άκρη της στοάς που με καλούσε, σαν ένα θέατρο σχεδιασμένο μόνο για μένα. Σχεδιασμένο μόνο για μένα από την Λη.



Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Μαύρη Ύλη (I).

Ghost World (2001)



-Καλημέρα, να κάνω μια ερώτηση;
-Καλημέρα, βεβαίως.
-Εδώ έρχομαι αν έχω καταγεγραμένο όνειρο;
-Εεε ναι, τα έχετε συμπληρώσει όλα;
-Νομίζω. θέλετε να τα δείτε κι εσείς;
-Ε στα γρήγορα.
Ο υπάλληλος έβαλε τα γυαλιά του και άρχισε να διαβάζει τις κίτρινες σελίδες. Εγώ τον παρατηρούσα. Ήταν καλοξυρισμένος και έδειχνε νέος. Τα μαλλιά του μου θύμιζαν τους Kraftwerk και είχε σφιχτά δεμένη τη γραβάτα του.
Ξαφνικά με κοίταξε.
-Δεν το έχετε κατατάξει.
-Τι εννοείτε; Σχετικά με το είδος;
-Ε ναι, δεν μπορούμε να τα ελέγχουμε όλα.
Η φωνή του ακροβατούσε μεταξύ ενδιαφέροντος και τυπικότητας.
-Είναι πολύ αόριστο. Δεν καταλαβαίνω.
Απόρησα.
-Εεε τι εννοείτε;
-Είναι αόριστο. Περιγράφετε το πρώτο μέρος σαν να μπλέκεται με τα Εκτός.
-Ε ναι, ετσι ήταν.
-Μα δεν γίνεται να αφήνετε κενή την περιγραφή και την κατάταξή του. 
-Μα κι εγώ δυσκολεύομαι να το κατατάξω.
Έλεγα αλήθεια. Δεν ήξερα τι να προσθέσω και που να κατατάξω το όνειρο.
-Θέλετε να το ξανακοιτάξω και να το ξαναφέρω;
-Αν σας είναι εύκολο...
-Ευχαριστω.

Βγήκα από τα γραφεία και έστριψα προς το κέντρο. Έβαλα τα χαρτιά στην τσάντα μου, έστριψα ένα τσιγάρο και στάθηκα στην γωνία για λίγα δευτερόλεπτα. Σκέφτηκα ότι ήθελα καφέ. Περπάτησα αρκετά ανάμεσα σε ανθρώπους που μάντευα ότι πήγαιναν και αυτοί στα γραφεία. Ο κόσμος που τρέχει να καταθέσει καταγραφές ονείρων όλο και αυξάνεται με τον καιρό. Αναρωτιέμαι αν πότε η Γραμματεία θα κάνει την κατάθεση υποχρεωτική. Ίσως ποτέ, ίσως αύριο, δεν ξέρω.



[...]






-Πήγα για κατάθεση σήμερα.
-Στα Γραφεία; Τι έγινε;
-Έκανα λάθος λέει στην φόρμα, δεν τα είχα συμπληρώσει σωστά.
-Και; Τι έγραψες;
-Είναι περίεργο. Θα σου πω όταν είμαστε μόνοι μας.
-Οκ. Θες;
Η Ίνγκριντ μου έδωσε το τσιγάρο. Το πήρα και τράβηξα μια μεγάλη τζούρα. Ο καπνός μου έκαψε τον λαιμό αλλά η γεύση ήταν γλυκιά και καθησυχαστική. Σηκώθηκα όρθιος και της είπα ότι θα πάω να βρω τον Αριάν.
-Κράτα το. Πάω στο μπαλκόνι με τους άλλους, αν θες ποτό μίλα. 
Με φίλησε απαλά στο μάγουλο και της χαμογέλασα. Την κοίταξα καθώς απομακρυνόταν. Τα βήματά της συγχρονίζονταν με την μουσική.
Προχώρησα προς το άλλο δωμάτιο ανάμεσα σε πολύ κόσμο που χόρευε ή επινε ποτό και συζητούσε, χαιρέτισα τρεις γνωστούς, προσποιήθηκα μερικά ακόμη χαμόγελα και το τσιγάρο μου τελείωνε ενώ περπατούσα. Χάζευα για αρκετή ώρα τα φώτα, όταν ο Αριάν εμφανίστηκε μπροστά μου χαμογελώντας.
-Έχεις πιει αρκετά;
Προσπάθησα να τον κοιτάξω στα μάτια αλλά δυσκολευόμουν να εστιάσω.
-Δύο τσιγάρα. Που ήσουν;
-Μιλούσα με την Λώρα για τα καινούρια κομμάτια. 
-Α, δεν ήξερα ότι γράψατε πρόσφατα.
-Ναι, ο δίσκος τελείωσε ουσιαστικά. Έχουμε κάτι θέματα με την παραγωγή αλλά το χω.
Μου έκλεισε το μάτι. Τα γένια του τον έκαναν να φαίνεται άγριος αλλά κατά βάθος ήταν απο τα πιο ευχάριστα άτομα. 
-Τι κάνεις με την Ίνγκριντ;
Ένιωσα ένα ευχάριστο τρεμούλιασμα στα γόνατα.
-Δεν ξέρω, δεν έχουμε μιλήσει και πολύ εδώ και μέρες.
-Την είδα κι εγώ μετά από καιρό, είναι πολύ γλυκιά μαζί σου απόψε ε;
Χαμογέλασα και του έγνεψα ''ναι''.
-Είναι γαμώ τα παιδιά κι εσύ το ίδιο. Αλλά τώρα στο θέμα μας. Το τσιγάρο σου τελείωσε. Έχω ένα ωραίο μπονγκ μέσα. Τι λες;
Γέλασα.
-Εντάξει, αλλά μόνο επειδή το ζητάς ευγενικα.
Έβλεπα την μεγαλόσωμη φιγούρα του να ανοίγει δρόμο αγγίζοντας ευγενικά ώμους και χαμογελώντας. Τα δαχτυλίδια του γυάλιζαν μέσα στο χαμηλό φως και μου έδειχναν τον δρόμο.

 


[Συνεχίζεται]









Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Weltschmerz.

Ασφυκτυώ μπροστά σε αυτονόητα και καθημερινά πράγματα. Προσπαθώ να καταλάβω αν τα βρίσκω τρομακτικά ή υπερβολικά βαρετά.

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Happy New Fear, By Graou Zel.


''What? Skrillex? Is this a new drug or something?''



...Είμαστε  έξω από το κτίριο.Ακούω μια μουσική που δεν πίστευα πως θα έπαιζε εκεί.Ας μην βγάζω βιαστικά συμπεράσματα λέω και συνεχίζω με την είσοδο μου στο κτίριο.Μπαίνουμε μέσα και μου ξαναλέω ''τελικά είχες δίκιο''.Δεν έπεφτε καρφίτσα κάτω, με εξαίρεση βέβαια τα ποτά που χυνόντουσαν όταν δεν κατέληγαν τελικά στον σκοπό τους.
Ξεκινάω να ακολουθώ το πρωτόκολλο κοινωνικοποίησης.

-Τι γίνετε ρε καλά;
-Εδώ μωρέ τα ίδια.



-Που 'σαι ρε που χάθηκες;Πως τα περνάς.
- Τα ίδια...εδώ τριγύρω είμαι.


-Έλα ρε συ καιρό έχω να σε δω.Καλά είσαι;
-Η αλήθεια είναι πως δεν πολυβγαίνω τον τελευταίο καιρό αλλά κατα τ'αλλα τα ίδια.


-Όλα καλά ρε;
-Τα ίδια...

Τα ίδια και τα ίδια, λέω.Τι άλλο θα μπορούσα να πω;Να πω πως δεν είμαι καλά;Θα αρχίσουν οι ερωτήσεις και βαριέμαι να απαντάω.Εξάλλου δεν θα τους πολυνοιάξει.Εξάλλου θα καταλάβαιναν;Απλά τηρούν και αυτοί το πρωτόκολλο κοινωνικοποίησης.Να πω πως είμαι καλά;Αφού δεν είμαι.Άσε που είναι και κάπως κλισέ σαν απάντηση (αλήθεια, γιατί όταν σου λέει κάποιος ότι είναι καλά δεν τον ρωτάς  για τον λόγο που είναι;).Οπότε λέω ''τα ίδια''και είμαι κάπως καλυμμένος .Ας προχωρήσουμε όμως....Μετά από κάποια λεπτά μέσα στον χώρο,αρχίζω να νοιώθω περίεργα.'Ισως φταίει που επικρατεί σαρδελοποίηση αλλά εγώ
 νοιώθω πολύ περίεργα.Σαν να είναι στημένη η όλη κατάσταση.Σαν να υπήρξε κάποιος σκηνοθέτης που να τους όρισε τις θέσεις τους,τις κινήσεις τους, τις ατάκες τους.Σαν να έχω βρεθεί σε μια προκαθορισμένη συζήτηση.'Ολοι ξέρουν τι θέμα να αναπτύξουν και πως θα το κάνουν.Δεν γαμιέται λέω και ανάβω την πίπα μου.Αρχίζω να μιλάω με ένα φίλο.Λέμε πράγματα για το παρελθόν για το παρόν και το μέλλον.Δεν μου ήταν ούτε παραγωγική η συζήτηση αλλά ούτε και αδιάφορη.Μας πλησιάζει μια κοπέλα και άρχισε να μιλάει στον φίλο.Φίλοι από παλιά και αυτοί.Εγώ πότε έμπαινα στην κουβέντα πότε χάζευα έναν πίνακα.Στο τέλος μας προσκάλεσε να πάμε στον μέσα χώρο όπου ήταν παρέα με τις φίλες τις.''Πάμε'' μου λέει ''μέσα στις κοπέλες'';''και δεν πάμε'' του κάνω εγώ. Πηγαίνει να πάρει ένα ποτό και ένα ποτηράκι νερό για τασάκι που του ζήτησα.Βρίσκουμε τις κοπέλες και συστηνόμαστε(πάνω απ όλα το πρωτόκολλο κοινωνικοποίησης).Την είχαν κάπως ακούσει από το αλκόολ.Καθόλου περίεργο.Κοιτάω την ώρα και ήταν τρεις και μισή.Πως πέρασε έτσι η ώρα;Κόσμος που χόρευε αλλά και κόσμος που  περνούσε  με έσπρωχνε για να πάει στον προορισμό του.Εγώ προσπαθούσα να ανάψω την πίπα και να μην χύσω το νερό.Δεν μπορούσα να συνηθίσω την όλη κατάσταση και επίσης άρχισε το σώμα μου να ανεβάζει θερμοκρασία με αποτέλεσμα να ξεκινάνε να με πιάνουν νεύρα.Πηγαίνω να βρω ένα ασφαλές μέρος για να αφήσω το πανωφόρι μου, να τελειώσω τον μισό τελειωμένο καπνό και να πετάξω το ποτήρι.Παράλληλα πήγα να βρω την παρέα με την οποία είχα έρθει.Είχαν αράξει στο μπαλκόνι και κάνανε τα δικά τους.Τους αφήνω όμως για να επιστρέψω στο πάρτι της ''Zion'' όπου δυστυχώς όμως δεν έπαιζε από πίσω juno reactor.''Παράρτημα είναι η φάση σήμερα'' λέω σε έναν που σίγουρα θα καταλάβαινε τι εννοούσα.''Γάμησετα'' μου λέει.(Σας είπα ότι είδα την φρίκη για την όλη κατάσταση, αποτυπωμένη στο πρόσωπο ενός ανθρώπου με γυαλιά όπου πάνω από το πουκάμισο του φορούσε ένα καρό μάλλινο;Δεν σας το 'πα).Επέστρεψα λοιπόν στον μεγάλο χώρο της σαρδελοποίησης.Βρήκα τον φίλο να μιλάει με μια τύπισα.Δεν ήθελα να τον διακόψω,εξάλλου δεν είχα λόγο για να το κάνω.Καθόμουν και προσπαθούσα να συνηθίσω την κατάσταση.Παρατηρούσα τις κινήσεις των ανθρώπων και προσπαθούσα να μαντέψω τι λέει ο ένας στον άλλον.Εξάλλου μέσα σε τέτοιες καταστάσεις μου αρέσει περισσότερο ο ρόλος του κοινωνιολόγου παρά....
'Υστερα από πολλές περιπλανήσεις μου στους χώρους του κτιρίου και ύστερα από  την διεξοδική μου κοινωνιολογική μελέτη,τα κατάφερα.Μπόρεσα να συνηθίσω την ύπαρξη μου μέσα στον χώρο αυτό.''Κατάφερα να γίνω ένας από εσάς''  λέω από μέσα μου και πήγα να γίνω και εγώ μια  μικρή σαρδελίτσα που συμπληρώνει αυτήν την υπέροχη ποίηση.
Έχουν περάσει λοιπόν κάποια ψήγματα της ώρας και πλέον είμαι μέλος αυτού του συρφετού.Γυρίζει ο Γιώργος και μου ψιθυρίζει στο αυτί ''Zion!'' και εγώ τον κοιτάζω και του χαμογελάω.Για κάποιο περίεργο λόγο είχαμε μπει στο κλίμα της ατμόσφαιρας του matrix πριν ακόμα φτάσουμε στον τελικό μας προορισμό.Μάλλον θα έφταιγε η αμφίεση μου,ας είναι.Πλέον είμαι με τον Γιώργο σε μια γωνιά και αναλύουμε .Μεταφερθήκαμε όμως στην ησυχία πλέον του μπαλκονιού.Ξημέρωνε και εμείς αρχίσαμε τους αφορισμούς κοιτάζοντας την αλλαγή του ουρανού και τους περαστικούς μικροαστούς που γυρίζανε πίσω στις μυρμηγκοφωλιές τους.Αυτόν όμως τον μικρό διαλογισμό μας τον χάλασε μια φασαρία που
άρχισε να φουντώνει στα εσώτερα του χώρου.Αναμενόμενο ήταν έτσι και αλλιώς αν επεξεργαστεί κανείς τα δεδομένα τις κατάστασης.Μπαίνουμε μέσα λοιπόν και με πλησιάζει μια φίλη (όπου την είχε ακούσει κάπως) η οποία μου λέει να μην δίνω σημασία στο τι γίνετε και να αφεθώ στην ενέργεια της μουσικής.Της χαμογέλασα.Μετά από λίγο με ρωτάει αν έχει δώσει σε μένα τον καπνό της και της λέω πως όχι.Μετά μου εξήγησε τον συνειρμό της.Δηλαδή,ρώτησε εμένα πρώτο γιατί ήμουν το πρώτο άτομο που θα εμπιστευόταν.Την ευχαρίστησα δίνοντας της ένα φιλί και εκείνη σκάλωσε.Μου λέει πως της άρεσε αυτή η χειρονομία και πως λιώνει.Εγώ την κοιτούσα προσπαθώντας να καταλάβω την σκέψη της.
Καθισμένος πλέον στο μπαρ καπνίζω την πίπα μου και πίνω μια αλκοολική πορτοκαλάδα .Πήγα τουαλέτα και αντίκρισα την επέλαση των Ούννων.Άρχισα πάλι τους αφορισμούς.''Θέλετε επανάσταση ε;Εδώ δεν μπορείτε να κατουρήσετε σαν άνθρωποι και θέλετε μια πιο ανθρώπινη κοινωνία ε;''Σκεφτόμουν και κατούραγα.Επέστρεψα στο μπαρ.Ο συρφετός είχε αραιώσει.Με καληνύχτισε ο Γιώργος και εγώ έμεινα να τα λέω με την φίλη.Καταλάβαινα αυτά που μου έλεγε αλλά εγώ δεν ήμουν σε πνευματική διαύγεια ώστε να τις δώσω όμορφες απαντήσεις.Τέλος έφυγε και αυτή και μετά από λίγο έφυγα και εγώ με την Τζο η οποία ήταν χαρούμενη γιατί θεωρούσε πως αυτή η πρωτοχρονιά ήταν η καλύτερή της.

9:00 π.μ και εμείς περπατάμε αντικρίζοντας τις στομαχικές ανασφάλειες των ανθρώπων.Είχε ψύχρα έξω.Λογικό είναι. Αποχαιρετιστήκαμε με την Τζο και αναχώρησα για το βασίλειο μου μέσα σε μία  κόκκινη άμαξα.Άλλη μια πρωτοχρονιά πέρασε.Καμία διαφορά.

Happy new fear



 Graou Zel

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

NEUJAHR.

''Yeah, I hate Ben too when he drinks and wants to do movies and all that shit, but you know, he's a nice guy.''


   Ποτό στο δεξί χέρι, τσιγάρο στο αριστερό, πηγαίνω στην άλλη άκρη του δωματίου ανάμεσα σε σώματα που κουνιούνται με ομοιόμορφα και παρόμοια μεταξύ τους μοτίβα, κοιτάζω λίγο γύρω μου, βλέπω μωβ και πράσινα εναλασσόμενα φώτα. Φέρνω το δεξί μου χέρι κοντά στο στόμα μου, μετά το αριστερό. Φυσάω καπνό πάνω σε έναν τύπο και του ζητάω συγγνώμη, μου χαμογελάει. Όλοι είναι πολύ ευγενικοί εδώ απόψε. Όταν τους σκουντάς σου λένε ''δεν πειράζει'' με χαμόγελο. Έχω καιρό να το δω αυτό. 
  Μπαλκόνι μαζί με τους άλλους. Κρύο αλλά μιλάμε και ξεχνιέμαι.
   ''Και πως σε λένε;''
   ''Γιωργο''
   ''Χάρηκα. Θέλεις τσίπουρο;''
   '''Οχι ευχαριστώ, θα δω πώς θα τα πάω με το ουίσκι για την ώρα.''
  Κοιτάζω γύρω, παντού γνωστοί. Όχι απαραίτητα παρέα αλλά σίγουρα πρόσωπα που έχω ξαναδεί κάπου. Λέω να μπω μέσα, το ποτό μου τελείωσε, δεν θυμάμαι το νούμερό του αλλά ούτως ή άλλως θα το ξαναγεμίσω. Με δυσκολία γίνομαι αντιληπτός στο μπαρ. Κάποια στιγμή βρίσκω το ποτήρι μου γεμάτο και σκέφτομαι να πάω στον διάδρομο να χαιρετίσω κανέναν να φαίνομαι και λίγο κοινωνικός. Δεν τα καταφέρνω και ιδιαίτερα. Παίρνω τον δρόμο του γυρισμού για την ''φάση''.
   ''Γεια, είσαι καλα; Εεε, πάω μέσα, θες να χορέψουμε;''
   ''Ναι.''
Προσπαθώ να συντονίσω το σώμα μου με το απέναντι με λίγη δυσκολία. Σκόρπιες σκέψεις πετάγονται στο κεφάλι μου, όπως η σκηνή στο Matrix, στην Zion, όπου όλοι χορεύουν drum & bass, ή κάτι τέτοιο τελος πάντων, αλλά κι εδώ καλά είναι. Η σκηνή στο πάρτυ στο Donnie Darko και άλλα 90s κλισέ.
   '''Εχεις τσιγάρα;''
   ''Ναι.''
   ''Θες να πάμε έξω;''
   ''Οκ.''
  Κρυώνω λίγο, αλλά όχι όσο περίμενα. Μόνο μία μπλούζα φοράω και βρέχει λίγο. Μερικές σταγόνες πέφτουν στα μαλλιά μου, αλλά δεν με πειράζει. Η μουσική ακούγεται αρκετά και έξω οπότε και ελπίζω να μην φαίνομαι εντελώς γελοίος που εξακολουθώ να χορεύω πιο χαλαρά. Από κάτω περνάει κόσμος και τον κοιτάω από την ασφάλεια του μπαλκονιού. Θα κάνω κι εγώ ένα τσιγάρο.
  Περνάει η ώρα. Ξαναμπαίνω. Χορεύω μαζί με δύο φίλους. Ελπίζω η ξανθιά απέναντι να μην με κοιτάζει επειδή χορεύω σαν τον Ian Curtis (δεν είναι κομπλιμέντο). Γυρίζω στον Χρήστο. Του φωνάζω στο αυτί ''Zion!''. Με κοιτάζει και χαμογελάει. 
  Έφυγαν πολλοί χωρίς να με χαιρετίσουν. Δεν κρατάω κακία (''ναι, αλλά γράφεις για αυτο...''). 200 τσιγάρα. Αυτή είναι η καλύτερη πρωτοχρονιάτικη ταινία. Αναρωτιέμαι πόσοι την έχουν δει. Αναρωτιέμαι αν όντως κάπνισα 200 τσιγάρα απόψε πίνοντας και χορεύοντας. Αυτό θα ήταν μια καλή εξήγηση για την κατάσταση του λαιμού μου. Δεν έχει σημασία. Κοίταξα έξω από το παράθυρο, ξημέρωσε, όλα τελείωσαν για μένα, προσγειώθηκα. Πάω να ξαπλώσω με τον πιο kinky εραστή που είχα ποτέ, τον πονοκέφαλο. Ευτυχισμένο το 1984.