Permanent Vacation (1980) |
Ξημέρωσαν χριστούγεννα στον καναπέ. Σχεδόν κοιμάμαι. Η κουκούλα μου κρύβει το πρωινό φως που παίζει με τις σκιές και τα νεύρα μου. Μία υποψία κουβέρτας καλύπτει το δεξί μου μπράτσο και το ζεσταίνει. Η ώρα πήγε εφτάμιση και έχω πονοκέφαλο. Θέλω ντεπόν αλλά βαριέμαι να της ζητήσω. Σχεδόν κοιμάται. Και οι δυο τους.
Αφήνω το σαλόνι πίσω μου και περπατάω σε έναν μικρό, ελάχιστα φωτισμένο διάδρομο παραπατώντας. Τα ρούχα μου μυρίζουν τσιγάρο, πολυκοσμία και χυμένο ρούμι (ή ο,τι ήταν αυτό που πίναμε, μου είπαν ρούμι). Κρυώνω και ανοίγω την μπαλκονόπορτα να βγάλω τα παπούτσια μου. Απέναντι βλέπω παλιά σπίτια στη σειρά, κιτρινισμένα από τα σύννεφα και τα χρόνια, κάπου στο βάθος μία εκκλησία και στο δρόμο τέσσερις ορόφους κάτω από τα πόδια μου, γάτες και σκύλους να ξυπνάνε.
Το μπάνιο είναι ασπρόμαυρο και παλιομοδίτικο, με κοριτσίστικα (ή γυναικεία) πράγματα παντού. Κοιτάζω στον καθρέφτη και συγκλονίζομαι με την όψη των ματιών μου. ''Ναι, χρειάζομαι ύπνο.'' Ρίχνω λίγο παγωμένο νερό στο πρόσωπό μου, φτιάχνω λίγο τα μαλλιά μου (αλλιώς δεν μπορώ να κοιμηθώ) και φεύγω.
Το δωμάτιο είναι ακριβώς ο,τι ζητούσα. Ακατάστατο σαν το δικό μου, όχι πολύ, όσο χρειάζεται για να νιώσω άνετα, λίγο φως απ' έξω, όσο χρειάζεται για να βλέπω μπροστά μου. Το στρώμα είναι στο πάτωμα κι ένας καθρέφτης δείχνει εμένα κάπου εκεί δίπλα. Η καινούρια μου συντροφιά, μια βυσσινί κουβέρτα, μου ρίχνει ένα χαμόγελο γεμάτο υποσχέσεις και με τραβάει πάνω της. Την αγκαλιάζω, μπλεκόμαστε και μετά από λίγο ηρεμώ.
Τις τελευταίες στιγμές πριν πεθάνω (προσωρινά) φέρνω στο μυαλό μου όλες τις ανάσες του κόσμου, τα φώτα του δρόμου που απορροφάει το γαλάζιο φως του πρωινού, όλα τα νεκρά βήματα στο δρόμο για το σπίτι από όλους όσους δεν ήθελαν να πάνε σπίτι τους. Το σώμα μου είναι ζεστό με μια ζέστη που έχω να νιώσω ένα χρόνο παρά κάτι μέρες αλλά τώρα είναι σε πιο ωραία σκεπάσματα. Θα ξυπνήσω σε 5 ώρες περίπου, θα πω στη μάνα μου ότι δεν θα πάω για φαγητό σπίτι, θα πάρω παυσίπονο, θα πιω καφέ με την Αυτή ενώ ο Αυτός ακόμα κοιμάται, θα κοιτάμε μαζί έξω από το παράθυρο τα σύννεφα και θα περιμένω την πρωτοχρονιά.
Σε βρίσκω ντεφορμέ, έχασα κάτι;
ΑπάντησηΔιαγραφή