Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Ακόμα περιμένω.




Γιατί ζούμε στιγμές που δεν θα θυμόμαστε στο μέλλον; Η παιδική μου ηλικία επιστρέφει μόνο ως ένα θολό slideshow από μισοκαμένες φωτογραφίες ποιότητας polaroid, σαν κάτι που έζησε ένας άλλος, άγνωστος. Οι παιδικοί μου φίλοι πέρασαν και έσβησαν σταδιακά, μέχρι που τίποτα από το τώρα τους δεν ανταποκρίνεται στο τότε. Είπαν κάποτε πράγματα που δεν θυμάμαι πλέον και τους αγάπησα, αλλά φοβάμαι πως μερικά πράγματα τα επινόησα και δεν συνέβησαν πραγματικά. Τόσο δυσδιάκριτο είναι το φιλμ.
Το βλέπω μερικές φορές και είναι γεμάτο με κορμούς δέντρων, φρεσκοκομμένο γρασίδι και τη μυρωδιά της θάλασσας, την μόνη μυρωδιά που με ελευθέρωσε. Κύματα που έρχονται κατά πάνω μου και αντηχούν στο κεφάλι μου εκστατικά, χώμα που μόνο εγώ το έχω πατήσει και έχει ενωθεί με τη βροχή και την κρύα ανάσα της, μουσικές που φτιάχνονται μόνο από εμένα και δίπλα από την θάλασσα, άνοιξη και να πλέω στο ξεραμένο δάσος απέναντι από το σπίτι μου. 
Η εφηβεία μου ακόμη χειρότερα. Άσε που έχω βάσιμες υποψίες ότι κρατάει ακόμα, όσο γραφικό κι αν ακούγεται. Έζησα μόνο μέσα στις ταινίες και τα παράξενα διηγήματά μου, στον αβάσταχτο πόνο του Σαββάτου με τα άγρια μεθύσια, στον αβάσταχτο πόνο που λέξεις δεν περιγράφουν, που παλεύει να βγει, αλλά κοκκαλώνει και πέφτει αναίσθητος στα σκαλάκια  με τους φίλους του να τον χαζεύουν. Και έκανε βόλτες ο αβάσταχτος πόνος και γνώρισε και θολές φιγούρες που λίγο μοιάζουν τώρα πια με ανθρώπους και τον έκαναν ακόμη πιο αβάσταχτο. Δεν θυμάμαι πότε νόμιζα οτι αγαπούσα και πότε όντως συνέβαινε, ίσως και να μην είχε ποτέ σημασία.
Kαι θα δω κι άλλες θολές φιγούρες και θα ξέρω ότι κάποτε είχαν ονόματα και χαμόγελα, αλλά δεν θα ξέρω να τα διηγηθώ. Και σίγουρα θα μου μιλήσουν για πράγματα που θεωρούν σπουδαία αλλά κι αυτά θα ξεθωριάσουν. Και ακόμα περιμένω και γι αυτό γράφω. Περιμένω κάτι που μπορεί να μην έρθει απόψε, ακόμη κι αν έρθει δεν θα το αναγνωρίσω έτσι στολισμένο όπως θα είναι. Και αύριο δεν θα ξέρω αν έγραψα κάτι και γιατι.