Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Queer και μηδέν.


Gael Garcia Bernal- ''La mala educacion'' (2004)


Πώς περιπλανιέσαι στις κόκκινες νυχτες;
Πώς μοιράζεσαι το κύμα των μαλλιών σου;
Και κοιμήθηκα στο ιδιο κρεβάτι με σένα.
Και είμαι οσο ρευστός εισαι κι εσύ
και το φύλο που λιώνει πάνω στα σκεπάσματα.

Και καπνίσαμε και καπνίσαμε και ήπιαμε
και ήσουν όμορφη τυλιγμένη με τον φοβισμένο μου ύπνο.
Και ήσουν όσο όμορφη ήμουν κι εγώ
και το 1990 που μας ξύπνησε.

Άνοιγμα, ας μην ήσουν δική μου,
ούτε πριν γεννηθώ και εισαι αληθινή.
Κι ας έζησες και κάπνιζες και κάπνιζες
περιμένοντας το 21 να με πάει να φτιαχτώ
κάπου στην Κόκκινη με χαμόγελο
και οδηγίες και φωνές και γεμάτη γλύκα
στους μπάτσους τα ομορφόπαιδα.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

DCLXVI


Ποιος ειδε τα φυλλα τα υγρα;
Σε κλειδαροτρυπες ουρλιαζουν
με σκυλια σαν συρματα που μονα τους
σκουριαζουν, χωρις τη γευση
του αρρωστου αιματος
στα καρφια τους

Κι οταν μιλανε τα χαρτινα καραβια
στα συννεφα
σερνονται εντομα
και ανθρωποι στο πρωϊνο χωμα,

στο παλιο χρωμα που εχει
το γυαλινο συμπαγες ματι
του ποταμου.
Και ξανα απ' την αρχη.


Ουτούμνο

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Ο πόνος των σκυλιών



Τι πόνος κι αυτός των σκυλιών,
που ξεδίψασαν και πλάγιασαν
και μέτρησαν με τα μαχαίρια τους
τις αρτηρίες των μεθυσμένων περιπάτων στο σκοτάδι

Μαργαριτάρια στα σκουλαρίκια τους,
οινόπνευμα στα ρούχα τους
και με όρθιες τις τρίχες ουρλιάζει
αυτός που έκαψαν προχτές
και ακούγεται αίμα στις λιμνούλες του πάρκου.

Δεν τα είδες τα σκυλιά;
Έπιναν κρασί στο όνομά σου χτες
μέσα στο παλιό καπελάδικο
και όταν τους ρώτησαν
σε είπαν ''Άσπιλη''
και μετά μιλούσαν για το παλιό μου σπίτι
και την κάπνα μέσα του.

Και στο ορκίζομαι, αύριο θα πίνουν για μένα,
θα φωνάζουν και θα στήσουν γλέντι
και θα γρυλίζουν φτύνοντας τους υπηρέτες
και θα μου κάνουν δώρα λευκοντυμένα,
ενώ θα ταξιδεύουν με τις βελόνες τους.

Και θα με ζώσουν με τα μάτια τους
όταν εγώ τους πω ''όχι''
και θα με μετρήσουν
και λίγο πριν με θάψουν ζωντανό
θα φύγουν θυμωμένοι
κι εγώ θα μεινω, Ιουδήθ,
να γράφω για τα σύννεφα που πυκνώνουν

Και θα ξεχάσω τα σκυλιά
μέχρι να κοιμηθώ
και να σε ξυπνήσω
με τα ουρλιαχτά μου,
αύριο το πρωί με την βροχή.


Ουτουμνο

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Το κτήνος του Ύπνου

Utumno- Καλοκαίρι στο κλουβί


Η ζεστη και τα σβησμενα φωτα με παρακινησαν να μεινω μεσα,
με το σπιτι μου συσσωμο να περιστρεφεται γυρω απο την τρελη
δινη του καλοκαιρινου σκοταδιου.
 Η ανασα βαραινει και ξεσκονιζει τις γωνιες του προσωπου σου,
που ειδα μονο μεσα στο ονειρο μου, γνωριζοντας την τραχια αφη
των χειλιων σου, πιεζοντας το μυαλο μου να αφουγκραστει το δερμα σου,
να το αγκαλιασω με τον διπλωμενο, νεφελωδη χρονο της ναρκης μου.

O ιδρωτας γινεται κρυσταλλινα στολιδια στο στεμμα που με βυθιζει στο εξω και στο περα. Εκεινα τα τραπεζακια τα σιωπηρα που σπερνουν δροσια και διαλογισμο αρχισαν να φαινονται απεναντι, στο οριο του νερου της παραλιας που δεν βλεπω. Περπαταω πανω στο διαυγες πεπλο της θαλασσας και ειναι μεσα μου, με αερα να με χτυπαει σαν σταχυ.

 Το κτηνος του Υπνου μου πλησιαζει, θα με βρει απροετοιμαστο, απαθη απεναντι του,
δεν θελω να κοιμηθω ακομα. Αλλα παλι θα εισαι εκει, στο φθινοπωρο του πλανητη μας
και θα με περιμενεις, με ματια που φλεγονται και που η φλογα τους καταβροχθιζει κι εμενα.


Ουτούμνο

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Το παιχνίδι του Καπνού

Daniel Clowes- Like a Velvet Glove Cast in Iron
Κι όπως μπλέκει ο χρόνος μας, κρατιέμαι στο όριο και σε βλέπω πραγματικά μόνο σε ένα φιλμ νουάρ, σε μία σκοτεινή κλειδαρότρυπα, με σπασμωδική αναπνοή και το φως να με προδίδει. Τα βήματά μου ελαφρά και ο σφυγμός μου οργιαστικός. Ο καπνός μου καίει τα μάτια και τα άκρα μου κινούνται ακανόνιστα στο παιδικό μου παιχνίδι που ξαφνικά έγινε πραγματικότητα. Πραγματικότητα ανεκπλήρωτη και ανελέητα τυλιγμένη με τα σάβανα του χρόνου που κρατάς ακίνητο χωρίς να το ξέρεις.
   

Ουτούμνο

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Ο χρόνος του στρατιώτη

Αντον Μπραγκάλια- Η υπόκλιση (1911)


Σαν  κόκκος της ομίχλης των πολύβουων πόλεων,
 πολεμάς να κινηθείς στα ονειρα,

γλυκά χαμόγελα κυκλώνουν τον χρόνο σου
 και σε ρίχνουν βαθια στις κόκκινες νύχτες,

φτηνός καπνός σε ζώνει,
 ατμομηχανή ρώσικη και διαμαντένιοι καρποί
τα χέρια που ανοιγόκλεισαν σαν μάτια.


Ουτούμνο

Οι έρωτες του Κυρίλ

  Ο Κυρίλ, τυφεκιοφόρος στο τάγμα του στρατηγού Ντιμίτρι Βολκώβ, είχε ερωτευτεί πολλές φορές. Παρόλα αυτά βρισκοταν σε μία εξαιρετικά δυσκολη κατάσταση καθώς το τάγμα του είχε σφαγιαστεί από το κτήνος που δραπέτευσε απο τις εργαστηριακές εγκαταστάσεις της Ζάμπρα. Εκείνες τις δύσκολες στιγμές στο σκοτεινό δάσος του έδινε δύναμη η εικόνα της αγαπημένης του, Αννα, μαζι με την ελπίδα να την ξαναδεί.
  Τον συλλογισμό του διέκοψε μία κραυγή ξεκάθαρης και προφανούς τρέλας, σαν απο το λαρυγγι παιδιού, όμως ο Κυρίλ ήξερε τι ήταν.

Φοβισμένος, κρύφτηκε και φώναξε στο κτήνος:
-Χριστέ μου! Τι θέλεις;
Καμία απάντηση δεν βγήκε από το στόμα του κτήνους, παρά μόνο ένα ανόητο παιδικό τραγούδι που μιλούσε για δέκα αγοράκια που χόρευαν γύρω από έναν λαγό και τον κορόιδευαν. ''Είναι άρρωστο'' σκεφτηκε ο Κυρίλ, μα πριν προλάβει να σκεφτεί την επόμενη, θολή σαν όνειρο, κίνησή του, το κτήνος άπλωσε το μεγαλείο του μπροστά στον ερωτευμένο στρατιώτη, ένα μεγαλείο γεματο σκοτάδι και αγάπη, που ξεπερνουσε τα δεντρα που τον κύκλωναν, σε ομορφιά, σε αραχνοειδή τρόμο και σε ουρλιαχτα επικείμενου θανάτου. Ούρλιαξε, ούρλιαξε, ούρλιαξε, αλλά ήταν σίγουρος οτι θα χανόταν και μαζί του οι αναμνήσεις του και η ερωτική του επιθυμία.
  Τρέμοντας και με λευκά από τρόμο μάτια, άρχισε να αιμορραγεί απο κάθε σημείο του δέρματός του, ενώ το στόμα του σάν να πρόφερε ασυνάρτητους φθόγγους αυτόνομα. Με λιγα βήματα βρέθηκε στην πανέμορφη λίμνη που έβρεχε την άκρη του δάσους, γδύθηκε και, συναντώντας μια δυσκολία στις αρβύλες, βούτηξε άτσαλα στα νερά. Ξαφνικά, αφού ένιωσε τις πληγές του να γίνονται γλυκές στη γεύση και στην αφή, είδε την αγαπημένη του να λέει οτι το αίμα του πλέον κρυστάλλωσε και έγινε λείο και ότι δεν πρέπει να φοβάται, γιατι το κτήνος ήταν τα πάντα.  Ορμώντας έξω από τα νερά με γελοίες κινήσεις , άρπαξε το πιστόλι του, σκίζοντας την θήκη και αφου το όπλισε μέσα σε σπασμούς, πυροβόλησε ανάμεσα στα μάτια του φωνάζοντας.
  Το σώμα του έμεινε εκεί για πάντα, μέχρι που τα κόκκαλά του έγιναν σκονη. Κανείς δεν άκουσε τίποτα για το κτήνος, τον Κυρίλ ή τους παλαιότερους έρωτές του.


Ουτούμνο