Ο Κυρίλ, τυφεκιοφόρος στο τάγμα του στρατηγού Ντιμίτρι Βολκώβ, είχε ερωτευτεί πολλές φορές. Παρόλα αυτά βρισκοταν σε μία εξαιρετικά δυσκολη κατάσταση καθώς το τάγμα του είχε σφαγιαστεί από το κτήνος που δραπέτευσε απο τις εργαστηριακές εγκαταστάσεις της Ζάμπρα. Εκείνες τις δύσκολες στιγμές στο σκοτεινό δάσος του έδινε δύναμη η εικόνα της αγαπημένης του, Αννα, μαζι με την ελπίδα να την ξαναδεί.
Τον συλλογισμό του διέκοψε μία κραυγή ξεκάθαρης και προφανούς τρέλας, σαν απο το λαρυγγι παιδιού, όμως ο Κυρίλ ήξερε τι ήταν.
Φοβισμένος, κρύφτηκε και φώναξε στο κτήνος:
-Χριστέ μου! Τι θέλεις;
Καμία απάντηση δεν βγήκε από το στόμα του κτήνους, παρά μόνο ένα ανόητο παιδικό τραγούδι που μιλούσε για δέκα αγοράκια που χόρευαν γύρω από έναν λαγό και τον κορόιδευαν. ''Είναι άρρωστο'' σκεφτηκε ο Κυρίλ, μα πριν προλάβει να σκεφτεί την επόμενη, θολή σαν όνειρο, κίνησή του, το κτήνος άπλωσε το μεγαλείο του μπροστά στον ερωτευμένο στρατιώτη, ένα μεγαλείο γεματο σκοτάδι και αγάπη, που ξεπερνουσε τα δεντρα που τον κύκλωναν, σε ομορφιά, σε αραχνοειδή τρόμο και σε ουρλιαχτα επικείμενου θανάτου. Ούρλιαξε, ούρλιαξε, ούρλιαξε, αλλά ήταν σίγουρος οτι θα χανόταν και μαζί του οι αναμνήσεις του και η ερωτική του επιθυμία.
Τρέμοντας και με λευκά από τρόμο μάτια, άρχισε να αιμορραγεί απο κάθε σημείο του δέρματός του, ενώ το στόμα του σάν να πρόφερε ασυνάρτητους φθόγγους αυτόνομα. Με λιγα βήματα βρέθηκε στην πανέμορφη λίμνη που έβρεχε την άκρη του δάσους, γδύθηκε και, συναντώντας μια δυσκολία στις αρβύλες, βούτηξε άτσαλα στα νερά. Ξαφνικά, αφού ένιωσε τις πληγές του να γίνονται γλυκές στη γεύση και στην αφή, είδε την αγαπημένη του να λέει οτι το αίμα του πλέον κρυστάλλωσε και έγινε λείο και ότι δεν πρέπει να φοβάται, γιατι το κτήνος ήταν τα πάντα. Ορμώντας έξω από τα νερά με γελοίες κινήσεις , άρπαξε το πιστόλι του, σκίζοντας την θήκη και αφου το όπλισε μέσα σε σπασμούς, πυροβόλησε ανάμεσα στα μάτια του φωνάζοντας.
Το σώμα του έμεινε εκεί για πάντα, μέχρι που τα κόκκαλά του έγιναν σκονη. Κανείς δεν άκουσε τίποτα για το κτήνος, τον Κυρίλ ή τους παλαιότερους έρωτές του.
Ουτούμνο