Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Weightless again.

What are you dreaming of?


Μερικές μέρες νιώθω πως ο θάνατος θα έχει γεύση ουίσκι και χαράς. Θα μου μιλήσει και θα το συζητήσουμε λίγο, ώριμα, θα συμφωνήσω στα επιχειρήματά του και θα είμαστε εντάξει. Θα κάτσουμε λίγο να κάνουμε κανά δυο τσιγάρα και να πιούμε και ένα καλό μπέρμπον και θα γελάσουμε. Φεύγοντας θα δώσουμε και τα χέρια σαν τζέντλμεν.
Και θα κάτσω αναπαυτικά και θα χαμογελάω, δίπλα από το σπίτι θα είναι το δάσος καταπράσινο και μεσημεριανό, με παιχνιδιάρικους ήχους. Και θα μαθαίνω για όλα τα ωραία πράγματα που κρύβονται στο δάσος την ώρα που θα φεύγω.
Και θα μου πει να μην ανησυχώ και ότι είναι σαν τα ταξίδια που κάνω τα βράδια κι εγώ θα γελάσω και θα του πω οτι το ήξερα από πάντα. Μα θα του πω ότι φοβάμαι και θα μου κρατήσει το χέρι σφιχτά και θα δακρύσω. Αλλά θα μου πει:

''Γιατί κλαις; Πάλι θα βλέπεις τα δάση και τη νύχτα τα αστέρια θα είναι πιο φωτεινά και πιο κοντά από ποτέ, ο μάθεις την γλώσσα του νερού που κυλάει στα βουνά, θα κουρνιάζεις στα δέντρα και θα μάθεις τι λέει ο άνεμος τις νύχτες που παραπονιέται. Τώρα θα πετάς κιόλας.''

Και θα του πω ότι έχω και μία αγάπη κάπου. Θα μου πει ότι θα με βρει όμως και θα ταξιδεύουμε μαζί, εξερευνητές αστεριών και θαλασσών και θα μιλάμε με ομίχλη. Σε αυτό το σημείο θα χαρώ και θα νιώσω ότι τον καθυστερώ γιατί έχει κι άλλες δουλειές αλλά θα μου πει ότι δεν έχει πρόβλημα.

Θα είναι δροσερό μεσημέρι και θα κοιτάζω έξω από το παράθυρο, τα πουλιά θα ακολουθούν την ανάσα μου περιμένοντας, το δάσος θα φτιάξει μια ζωντανή σπηλιά που θα με καλεί. Αυτός θα μου πει:

''Θα τελειώσει πριν το καταλάβεις, πάρε μια βαθιά ανάσα. Είναι σαν να γεννιέσαι αλλά ανάποδα. Το χεις ξανακάνει, δεν το θυμάσαι.''

 Θα χαμογελάσω και θα περάσω στην άλλη πλευρά πετώντας όπως κάνω τα βράδια που φεύγω από το δωμάτιό μου με την ομίχλη και μαθαίνω πως να πετάω ενώ το σώμα μου κοιμάται. Θα αφήσω το σπίτι πίσω μου και θα τραβήξω για το δάσος να ξεκουραστώ στο νωπό χώμα και να δω τον μεσημεριανό ήλιο με τα καινούρια μάτια μου.
Μερικές μέρες σαν σήμερα νιώθω ότι ο θάνατος θα έχει τη μυρωδιά των φύλλων μετά τη βροχή και την ζεστασιά της Κυριακής. Λατρεύω αυτές τις μέρες.




















Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Why Taj Mahal feel so bad?

Heartworn Highways-1976


Το κεφάλι μου είναι βαρύ και τα μάτια μου κλείνουν. Νιώθω την νυχτερινή ψύχρα να μου χαϊδεύει τα χέρια και το πρόσωπο. Έχω μαζέψει δίπλα μου αρκετά κουτιά μπύρας από αυτή τη φτηνή την μαυροκόκκινη. Έχει αστέρια απόψε και τα σπίτια τα κρύβουν, αλλά μου αρκεί αυτό που στέκεται πάνω από το απέναντι σπίτι. Ανάβω το τσιγάρο που παίζω για ώρα στα δάχτυλά μου και ο καπνός περνάει σχεδόν από μέσα μου, μόλις που είμαι αρκετά συμπαγής για να τρέξει το οινόπνευμα μέσα στο αίμα μου. Ευτυχώς.
Κοιτάζω τους γύρω μου με προκλητικά χαζό βλέμμα μέσα από τα μαύρα γυαλιά μου και αυτοί ανταποδίδουν. Τα μάτια μου βλέπουν θολά. Αποκοιμιέμαι αγκαλιάζοντας τον ουράνιο θόλο και στο μυαλό μου να τρέχουν οι προηγούμενες ζωές μου, να με φωνάζουν να τις δω απόψε στα όνειρά μου.

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

It's only logical.

Mr. Spock

Έφυγε ο κύριος Σποκ, ο πρώτος αξιωματικός του Enterprise, στην σειρά που μας έμαθε τα διαγαλαξιακά ταξίδια, τους εξωγήινους πολιτισμούς, την κοινωνία χωρίς χρήμα αλλά και το ότι η περιπέτεια και η εξερεύνηση δεν σταματούν ποτέ.
Πολλά μπορούν να γραφτούν για τον κύριο Σποκ και το Σταρ Τρεκ, το πώς μας βοήθησε να μάθουμε πράγματα, να ταξιδέψουμε και άλλοι μάλλον θα τα γράψουν καλύτερα. Εμείς του ευχόμαστε καλό ταξίδι, λυπόμαστε μα η λύπη μας δεν θα κρατήσει πολύ, γιατί ξέρουμε ότι θα τον ξαναδούμε πέρα από το Άλφα του Κενταύρου, πέρα από τα νεφελώματα ή και σε κάποιο παράλληλο σύμπαν. Όπως τον ξαναείδε ο Κερκ στον Genesis.


Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Wednesday i'm in love.

Black Flag- Nervous Breakdown



Είχα αφήσει το παράθυρο λίγο ανοιχτό για να μπει το φως μόλις ξημερώσει. Γυρίζω πλευρό και βρίσκω τον πονοκέφαλο ο οποίος υπάρχει σε ευθεία αντιστοιχία με τους πύργους από κουτάκια μπύρας απέναντί μου. Του λέω καλημέρα, σηκώνομαι, ντύνομαι και φοράω τα γυαλιά μου σαν καλό βαμπίρ, κλείνω το φέρετρό μου και πάω στην κουζίνα. Ενώ οι Butthole Surfers φωνάζουν από το δωμάτιό μου, εγώ φτιάχνω το πρωινό μου αίμα και αναρωτιέμαι τι θα καπνίσω σήμερα. Με πολύ κόπο κατασκευάζω δύο τσιγάρα, σπάω λίγη παρακεταμόλη και την σνιφάρω, πίνω μια γουλιά αίμα και καπνίζω.
Θέλω να πυροβολήσω πράγματα, όχι ανθρώπους, πράγματα, όπως κάνουμε πολλές φορές με τον πατέρα μου τα πρωινά της Κυριακής. Ντυνόμαστε καλά για το κρύο, παίρνουμε ζεστό καφέ, στρίβουμε τσιγάρα να έχουμε έτοιμα, οδηγούμε ένα μισάωρο έξω από την πόλη ακούγοντας ραδιόφωνο και πυροβολούμε πράγματα και τα καταστρέφουμε χαμογελώντας. Γυρίζουμε σπίτι πιο ήρεμοι και πιο χαρούμενοι από πριν, με χαμόγελο για το νόστιμο φαγητό της Κυριακής. Έχουμε καιρό να το κάνουμε και μόλις πάω σπίτι είναι το πρώτο πράγμα που θα του πω.
Δεν έχω κάτι να πυροβολήσω και έτσι αρκούμαι στο να πιω λίγο αίμα και να ακούσω μουσική. Τα σύννεφα έφυγαν σήμερα το πρωί και ο ήλιος λάμπει από το απέναντι σπίτι. Πρέπει να μαγειρέψω και να φάω κιόλας. Το αναβάλλω συνεχώς σαν ξυπνητήρι Δευτέρας, χωρίς όμως τα κλάματα και τις βρισιές. Μια μέρα από αυτές θα ξυπνήσω και θα έχω τα πάντα έτοιμα και θα πηγαίνω χορεύοντας να πάρω το πρωινό μου. Και θα είμαι κανονικό βαμπίρ. Правда, правда.



Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Sleep.


Thy Serpent- Forests Of Witchery (1996)



Το φως παίζει και χάνεται πάνω στον τοίχο, χωρίζεται και απορροφάται από τα φωσφοριζέ αστέρια πάνω από το κεφάλι μου. Το σφραγισμένο παράθυρο που οδηγεί στον κόσμο της κουζίνας αναβοσβήνει και ακούω ήχους παρασκευής καφέ ενώ μισοκοιμάμαι.

Οι ήχοι των ονείρων μου μπλέκονται με την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και τις σταγόνες της βροχής και με τραβούν πιο βαθιά μέσα στα δάση με τα πεσμένα φύλλα που επισκεπτόμουν παιδί, μαζί με όλους τους κατοίκους τους. Ακολουθώ με μία βαθιά ανάσα.
Περπατάω γρήγορα ανάμεσα στις θαμπές σκιές των ψηλών δέντρων κάτω από τα πυκνά σύννεφα, ένας απαλός αέρας αγγίζει το πρόσωπό μου και μερικές λεπτές ακτίνες του ήλιου ξεφεύγουν από το γκρίζο πέπλο τους για να μου δείξουν τον δρόμο. Οι φωλιές των πουλιών χτισμένες στις κορυφές των κλαδιών με κοιτάζουν σαν σιωπηροί πύργοι, το πρώτο καλωσόρισμα στον κόσμο τους.

Ανοίγω τα μάτια και βρίσκω τον εαυτό μου καθιστό στο κρεβάτι, με την πλάτη να ακουμπά σε ένα μαλακό μαξιλάρι και το πάπλωμα να καλύπτει τα πόδια μου.  Τεντώνομαι και η ώρα έχει περάσει. Έξω ακόμα βρέχει και έχει σκοτάδι. Στρίβω ένα τσιγάρο και μέσα από τον διάδρομο φτάνω στο σαλόνι και καπνίζω παρέα με τη γάτα της οποίας το πρόγραμμα ύπνου είναι χειρότερο από το δικό μου. Από το δίπλα δωμάτιο βλέπω ένα αχνό γαλάζιο φως και ανεπαίσθητους ήχους από σειρά, μόνο σημάδι ζωής του κατοίκου του. Γυρίζω στο δωμάτιο και ξαπλώνω, περιμένω το πάπλωμα να ζεσταθεί και τα μάτια μου βαραίνουν.

Το ρυάκι διαπερνά συστάδες από βελανιδιές και θάμνους, ο ήχος του νερού που κυλάει πάνω στις γυαλισμένες από τον χρόνο πέτρες με κάνει να σταθώ στην όχθη του για αρκετή ώρα. Οι πρώτες σταγόνες βροχής ήρθαν και τις νιώθω στο χέρι μου πιο καθαρές από ποτέ. Σηκώνομαι και κάθομαι κάτω από μία μικρή και ζεστή σπηλιά φτιαγμένη από θάμνους, βράχια και βρύα, ένα πράσινο κοίλωμα μέσα στην πέτρα. Μόλις η βροχή κοπάζει  ακολουθώ ένα μονοπάτι που οδηγεί βαθιά στα δέντρα που στέκονται σαν μεγαλοπρεπείς αψίδες και αλλάζουν το φως με τα πυκνά κλαδιά τους να μπλέκονται.

Το πρώτο φως της μέρας μπαίνει από το παράθυρο και χαϊδεύει τα μάτια μου, σε λίγο θα πρέπει να αφήσω το ζεστό πάπλωμα και να ετοιμαστώ. Ανασηκώνομαι και κοιτάζω την βροχή που καλύπτει την πόλη σαν ένας πυκνός λαβύρινθος από ιστούς που χορεύουν πάνω από τα σπίτια. Η γάτα κουλουριάζεται στα γόνατα μου και με κοιτάζει ενώ την σκεπάζω με το πάπλωμα. Λέω καλημέρα και βγαίνω στον διάδρομο.