Ο ύπνος μου σπάει από σποραδικούς ήχους και τραντάγματα, ξυπνάω μέσα στην κουκούλα μου να κρυώνω και τα μάτια μου βαριά. Το φως είναι λευκό, αυτό που έχει η μέρα μετά την βροχή, δεν θυμίζει μεσημέρι. Σιγά σιγά θυμάμαι το μέρος από τα σχήματα και το βάρος του αέρα.
Ενώ κοιμόμουν ονειρεύτηκα καλοκαίρι και νερό κι εσένα, μα τα πρόσωπά μας ξεθωριάζουν και μου φαίνονται αστείες οι κινήσεις μας, οι δικές μας, ο κώδικάς μας, μα κάθε σκέψη την νιώθω στο στομάχι μου. Προσπαθώ να ξυπνήσω ολόκληρος και αναρωτιέμαι τι βλέπεις αυτή την στιγμή, τι νιώθεις. Κρυώνεις, κοιμάσαι, πεινάς, γελάς, διαβάζεις, χαζεύεις, ερωτεύεσαι, κοιτάς έξω από το τζάμι σου το κενό και κρατάς τον καφέ ξεχασμένο στο χέρι, προσπαθείς να ξυπνήσεις; Μιλάς ποτέ για μένα όταν είσαι μονη σου;
Κρυώνω αλλά βαριέμαι να σκεπαστώ, αυτός είμαι πια. Κοιτάζω εξω από το τζάμι και αναρωτιέμαι που είσαι και πότε άρχισα να ακούω múm. Πόσο τέλεια είναι η ζωή σου, πίνεις περισσότερο από παλιά, μαγειρεύεις, δουλεύεις, κοιμάσαι καλά, βλέπεις Φιλαράκια τα σαββατοκύριακα στην τηλεόραση;
Αύριο πάω σπίτι μετά από καιρό. Θα αράξω στο δωμάτιό μου πρώτη φορά μετά από πολύ κρύο. Θα φάω φαγητό φτιαγμένο για ανθρώπους, θα νιώσω ζέστη, θα δω τους δικούς μου, θα πιω με τους φίλους μου. Θα δω Φιλαράκια το σαββατοκύριακο στην τηλεόραση. Σε λίγες μέρες γίνομαι ένα τέταρτο του αιώνα (τρομακτικό ε;) και κάποιο βράδυ θα αποκοιμηθώ κάπου αγκαλιά με ένα μπουκάλι και τον Βασίλη. Και όταν με ρωτήσουν "τι έχεις;", δεν θα ξέρω από που να αρχίσω.