|
Thy Serpent- Forests Of Witchery (1996) |
Το φως παίζει και χάνεται πάνω στον τοίχο, χωρίζεται και απορροφάται από τα φωσφοριζέ αστέρια πάνω από το κεφάλι μου. Το σφραγισμένο παράθυρο που οδηγεί στον κόσμο της κουζίνας αναβοσβήνει και ακούω ήχους παρασκευής καφέ ενώ μισοκοιμάμαι.
Οι ήχοι των ονείρων μου μπλέκονται με την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και τις σταγόνες της βροχής και με τραβούν πιο βαθιά μέσα στα δάση με τα πεσμένα φύλλα που επισκεπτόμουν παιδί, μαζί με όλους τους κατοίκους τους. Ακολουθώ με μία βαθιά ανάσα.
Περπατάω γρήγορα ανάμεσα στις θαμπές σκιές των ψηλών δέντρων κάτω από τα πυκνά σύννεφα, ένας απαλός αέρας αγγίζει το πρόσωπό μου και μερικές λεπτές ακτίνες του ήλιου ξεφεύγουν από το γκρίζο πέπλο τους για να μου δείξουν τον δρόμο. Οι φωλιές των πουλιών χτισμένες στις κορυφές των κλαδιών με κοιτάζουν σαν σιωπηροί πύργοι, το πρώτο καλωσόρισμα στον κόσμο τους.
Ανοίγω τα μάτια και βρίσκω τον εαυτό μου καθιστό στο κρεβάτι, με την πλάτη να ακουμπά σε ένα μαλακό μαξιλάρι και το πάπλωμα να καλύπτει τα πόδια μου. Τεντώνομαι και η ώρα έχει περάσει. Έξω ακόμα βρέχει και έχει σκοτάδι. Στρίβω ένα τσιγάρο και μέσα από τον διάδρομο φτάνω στο σαλόνι και καπνίζω παρέα με τη γάτα της οποίας το πρόγραμμα ύπνου είναι χειρότερο από το δικό μου. Από το δίπλα δωμάτιο βλέπω ένα αχνό γαλάζιο φως και ανεπαίσθητους ήχους από σειρά, μόνο σημάδι ζωής του κατοίκου του. Γυρίζω στο δωμάτιο και ξαπλώνω, περιμένω το πάπλωμα να ζεσταθεί και τα μάτια μου βαραίνουν.
Το ρυάκι διαπερνά συστάδες από βελανιδιές και θάμνους, ο ήχος του νερού που κυλάει πάνω στις γυαλισμένες από τον χρόνο πέτρες με κάνει να σταθώ στην όχθη του για αρκετή ώρα. Οι πρώτες σταγόνες βροχής ήρθαν και τις νιώθω στο χέρι μου πιο καθαρές από ποτέ. Σηκώνομαι και κάθομαι κάτω από μία μικρή και ζεστή σπηλιά φτιαγμένη από θάμνους, βράχια και βρύα, ένα πράσινο κοίλωμα μέσα στην πέτρα. Μόλις η βροχή κοπάζει ακολουθώ ένα μονοπάτι που οδηγεί βαθιά στα δέντρα που στέκονται σαν μεγαλοπρεπείς αψίδες και αλλάζουν το φως με τα πυκνά κλαδιά τους να μπλέκονται.
Το πρώτο φως της μέρας μπαίνει από το παράθυρο και χαϊδεύει τα μάτια μου, σε λίγο θα πρέπει να αφήσω το ζεστό πάπλωμα και να ετοιμαστώ. Ανασηκώνομαι και κοιτάζω την βροχή που καλύπτει την πόλη σαν ένας πυκνός λαβύρινθος από ιστούς που χορεύουν πάνω από τα σπίτια. Η γάτα κουλουριάζεται στα γόνατα μου και με κοιτάζει ενώ την σκεπάζω με το πάπλωμα. Λέω καλημέρα και βγαίνω στον διάδρομο.