Μην το βλέπεις έτσι, έχει να χιονίσει καμιά 15αριά χρόνια. |
Κρυώνω. Διπλή μπλούζα, ζεστή σοκολάτα και τσιγάρα. Η μάνα μου είπε να στρώσω τα χαλιά, αλλά ως παθολογικά τεμπέλης, αυτό δεν έγινε ακόμα. Τα τσιγάρα μου είναι δανεικά και τα σπίρτα μου δυσλειτουργικά (κατάρα στην Ινδία). Διώχνω τον πονοκέφαλό μου με λίγο νερό και θυμάμαι όλα εκείνα τα πρωινά που ξύπνησα αγκαλιά με το χανγκόβερ και το άρωμα του καφέ να με σηκώνει πετώντας από το κρεβάτι, όπως στα καρτούν, Κυριακές με σύννεφα (υπάρχουν άλλες Κυριακές;), ίσως λίγη βροχή, με το αίμα μου γεμάτο οινόπνευμα, καφείνη και θρυμματισμένο ντεπόν, με το σπίτι μου ακατάστατο γιατί είμαι μικρός ακόμα (μη γελάς, είμαι), το τασάκι μου γεμάτο και τα ρούχα μου είναι πιτζάμα, φούτερ και Ρέι Μπαν, σαν βαμπίρ.
Συγκρίνω τη μέθη μου με σαμάνους του βορρά και βλέπω οράματα στα πάρτυ που μου λένε το παρελθόν και το μέλλον του πνεύματος μέσα από τους φίλους μου και γελάμε και χορεύουμε και μιλάμε για περίεργη μουσική και στο ορκίζομαι ότι ήταν κι αυτοί σαμάνοι κάποτε και ίσως θα είμαστε ξανά κάποτε όταν η γη καταπιεί τις βιομηχανίες μας. Ποιος ξέρει;
Ψάχνω ταινίες και θυμάμαι τις μέρες μου στην Αθήνα που είχα μόνο την τσάντα μου και έμενα σε σπίτια σαραντάρηδων με τατού Λεντ Ζέππελιν και καναπέδες και γάτες και γονείς πρώην αντάρτες και ποτά και μαξιλάρια στο πάτωμα. Δεν θυμάμαι πώς έλεγαν εκείνο το αγόρι που μέναμε μαζί δυο μέρες και είχε ωραία ντουζιέρα και είχα αράξει εκεί και το βράδυ βλέπαμε αστυνομικές σειρές και πίναμε κακάο και λέγαμε για παραλίες μες στο καταχείμωνο.
Και ακούω μουσική και πίνω καφέ χωρίς καλαμάκι (μου τελείωσαν λέμε), και αράζω στον καναπέ μου και πες ό,τι θες, αλλά μία από αυτές τις μέρες θα ξυπνήσω και θα είμαι στις σκάλες με μπύρα Προστ στο χέρι, θα κανει χριστούγεννα αλλά θα είμαι καλά ντυμένος να μην κρυώνω και θα μιλάω για ακατανόητα πράγματα (όπως κάνω τώρα).