Το σπίτι ηταν μεγάλο και ζεστό και μύριζε κάπως σαν αυτό που νομίζω ότι θα μύριζε το σπίτι του Άλλεν Γκίνσμπεργκ. Γύρω στα είκοσι άτομα βρίσκονταν διασκορπισμένα στον χώρο. Δεν ήξερα τους περισσότερους, χαιρέτησα κάπως τυπικά με ένα μικρό χαμόγελο και έψαξα με το βλέμμα μου για την Λη. Δεν την είχα δει ποτέ και απλά έψαχνα για την περιγραφή που μου είχε δώσει ο Ίγκορ. Έβγαλα το παλτό μου και το άφησα με αδέξιες κινήσεις στον πράσινο καναπέ δίπλα μου. Ένα πικ-απ έπαιζε έναν παλιό δίσκο του Τόνυ Σκοτ. Ένας ψηλός ξανθός άντρας ντυμένος με αριστοκρατικά ρούχα προηγούμενων δεκαετιών με πλησίασε χαμογελαστός.
-Καλησπέρα, ειμαι ο Ντμίτρι!
Έσφιξα το χέρι του.
-Γεια, είμαι ο Ζακ. Πώς πάει;
Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
-Όλα καλά. Η Λη μας είπε ότι θα ερχόσουν. Ο Ίγκορ;
-Δεν θα μπορέσει να έρθει απόψε. Θα φτάσει το πρωί.
-Υπέροχα! Έλα να σε συστήσω στους άλλους, η Λη ετοιμάζει ποτά και φαγητό ακόμα.
Χαμογέλασα.
-Ναι, γιατί όχι.
Στα δύο μπαλκόνια στέκονταν μερικοί από τους καλεσμένους και μιλούσαν ευδιάθετοι. Στον ουρανό φαινόταν το τελευταίο φως της ημέρας να χάνεται. Απέναντι, στον μεγάλο τοίχο του σαλονιού υπήρχαν δύο μεγάλες κορνίζες με πορτρέτα του Πήτερ Μπρότζμαν και του Γουίλιαμ Μπάροουζ. Ένας μεγάλος Βούδας μας κοιτούσε από την κορυφή της βιβλιοθήκης.
Ακολούθησα τον Ντμίτρι σε μία παρέα που στεκόταν σε μία γωνία του δωματίου. Γύρισαν όλοι και με κοίταξαν με χαμόγελα. Συστήθηκα και άκουσα ονόματα που ξέχασα μετά από χρόνια. Όση ώρα μιλούσα ή μου μιλούσαν το μυαλό μου έτρεχε, χανόταν και έπιανα τον εαυτό μου να ψάχνει την Λη μέσα σε χαμηλό φως, καπνό, ομιλίες και δυνατή μουσική από κλαρινέτο. Όλα ήταν βουητό, ένα ευχάριστο βουητό. Μία γυναίκα μου προσέφερε ένα τσιγάρο. Ρεβέκκα ήταν το όνομά της ή πάλι παίζει η μνήμη μου;
-Καλωσήρθες! Με το μαλακό, είναι δυνατό!
Της χαμογέλασα.
-Ευχαριστώ!
Έφερα το τσιγάρο στα χείλη μου και το άναψα. Στην πρώτη τζούρα ένιωσα τη γλώσσα μου να μουδιάζει από την γλυκιά γεύση. Η Ρεβέκκα δεν μου είπε ψέματα.
Θυμήθηκα τον Ίγκορ που μου μιλούσε με ενθουσιασμό για τα πάρτυ στης Λη. Τον κόσμο, την μουσική, την αφρόκρεμα της τέχνης που έβρισκες εκει. Και άλλα πράγματα για τα οποία ήταν πιο μυστικοπαθής και έπαιρνε ύφος μικρού παιδιού που δεν θέλει να χαλάσει την έκπληξη:
''- Θα φτάσω κι εγώ το πρωί, μην φοβάσαι! Έχω μιλήσει με την Λη και μου είπε ότι θα σε περιμένει. Της έδειξα πίνακές σου και ενδιαφέρθηκε! Πίστεψέ με, δεν έχεις ξαναπάει σε τέτοιου είδους πάρτυ. Αλλά είπα ήδη αρκετά. Θα μιλήσουμε αύριο πιο συγκεκριμένα.''
Κοίταξα γύρω μου. Όλοι ήταν χαμογελαστοί και γεμάτοι ζωντάνια. Ο Ντμίτρι μιλούσε με τον Γιαν, έναν καθηγητή φιλοσοφίας σχετικά με κάτι που απαιτούσε να κάνει έντονες κινήσεις με τα χέρια του. Η Ρεβέκκα έστριβε γεμάτη ενέργεια τσιγάρα ενώ μιλούσε με άντρες και γυναίκες που της ζητούσαν ακόμη ένα ή την ρωτούσαν τα νέα της. Στον απέναντι καναπέ από την Ρεβέκκα καθόταν ο Φελίπε, ένας μουσικός, καπνίζοντας και μιλώντας παθιασμένα. Καινούριος κόσμος έφτανε κάθε λίγο. Ανά στιγμές πολλοί μου μιλούσαν χαμογελαστοί κι εγώ συστηνόμουν. Δεν άκουγα τι έλεγαν. Κάπνιζα και ένιωθα ήδη το κεφάλι μου ελαφρύ. Ένα πράγμα ήταν στο μυαλό μου. Η Λη.
-Η Λη έρχεται με τα ποτά!
Η φωνή του Ντμίτρι με έκανε να γυρίσω απότομα και να κοιτάξω. Μία όμορφη μικροκαμωμένη γυναίκα γύρω στα τριάντα ερχόταν από την κουζίνα κρατώντας έναν δίσκο γεμάτο ποτήρια διαφόρων μεγεθών και περιεχομένων. Την ακολουθούσαν τρεις ακόμα γυναίκες κρατώντας ανάλογους δίσκους, ντυμένες κομψά. Χωρίς η ένταση του πάρτυ να μειωθεί μοίρασαν ποτά ανταλλάσσοντας σύντομες κουβέντες με τους δίχως άλλο ευχαριστημένους παρεβρισκόμενους. Κοιτούσα την γυναίκα που εδώ και τρία λεπτά ήταν η Λη. Η ηρεμία και η παιδικότητά της από τη μία, η σοβαρότητα και η δύναμή της από την άλλη με έκαναν να την περιεργάζομαι, κάθε μικρό της χαμόγελο, κάθε μικρή της κίνηση.
Τελείωνα το τσιγάρο όταν ο Ντμίτρι παίρνοντάς την από τον ώμο την έφερε μπροστά μου.
-Αυτός είναι ο Ζακ! Ζακ επιτέλους, γνωρίζεις την Λη!
Έσβησα το τσιγάρο γρήγορα και σφίγγοντας το χέρι της προσπάθησα να ακουστώ όσο πιο τυπικός μπορούσα.
-Χάρηκα. Πολύ ωραίο σπίτι και ακόμη καλύτερο πάρτυ. Ο Ίγκορ με είχε προειδοποιήσει!
Χαμογέλασε.
-Σ' ευχαριστώ! Περνάς καλά;
Τα μάτια μου έπεσαν στο χαμόγελό της που αποκάλυπτε πανέμορφα δόντια. Χανόμουν σιγά σιγά στις λέξεις και την ανεπαίσθητη τραγουδιστή προφορά της.
-Ναι, όλα είναι τέλεια.
-Χαίρομαι! Βλέπω τελείωσες το τσιγάρο σου. Να, δοκίμασε από αυτό, η Ρεβέκκα έχει πίπα.
Έβγαλε από ένα μικρό ξύλινο κουτί που κρατούσε, ένα πάνινο πουγκί. Το άνοιξα και είδα μία μικρή ποσότητα εβένινου χασίς.
-Ω, είσαι πολύ καλή! Ευχαριστώ.
Άγγιξε τον ώμο μου.
-Μην το συζητάς. Δεν θα αργήσω.
-Εντάξει!
Την κοιτούσα καθώς απομακρυνόταν, μαγεμένος με την κίνησή της και τα μαύρα σγουρά μαλλιά της. Χάθηκε κάπου ανάμεσα στον κόσμο που συνεχώς αυξανόταν. Έψαξα για την Ρεβέκκα στο σημείο που την είδα τελευταία φορά. Ήταν ακόμη εκεί, κάπνιζε καθισμένη στον καναπέ με σταυρωμένα πόδια. Την πλησίασα κάνοντας μία αμήχανη χειρονομία χαιρετισμού.
-Γεια και παλι. Η Λη είπε ότι έχεις πίπα.
-Ναι, φυσικά! Σου έδωσε το δικό της έτσι δεν είναι; Ελπίζω να νιώθεις τυχερός, δεν το κάνει συχνα! Να, πάρε, κάπνισε εδώ αν θέλεις.
Κάθισα και μου έδωσε μια μικρή μαύρη πίπα με εξωτικά σκαλίσματα. Έβγαλα ένα μικρό κομμάτι και το έχωσα στην πίπα. Την άναψε η Ρεβέκκα και τράβηξα μία δυνατή τζούρα. Την ένιωσα μέχρι τα μάτια μου. Φύσηξα και λευκός πυκνός καπνός βγήκε φτιάχνοντας ένα μικρό σύννεφο. Η Ρεβέκκα με κοιτούσε.
-Είναι κάτι άλλο, έτσι;
-Ναι, σιγουρα!
Η καρδιά μου έκανε ακατανόητες μικρές κινήσεις και όλα πλέον φαίνονταν να έχουν διαφορετική υφή. Πιο τραχιά και λαμπερή ταυτόχρονα. Ένιωσα ένα ανόητο μικρό χαμόγελο να δίνει σχήμα στα χείλη μου.
Πολλοί χόρευαν στη μουσική του ''Caravan'', όμορφος καπνός σχηματιζόταν σε σημεία, δροσιά ερχόταν από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες, με τα ζεστά φώτα του μπαλκονιού να ρίχνουν παιχνιδιάρικες σκιές στους ακουμπισμένους στα κάγκελα κυρίους και κυρίες οι οποίοι επιδίδονται στο σπόρ της συζήτησης-μετά-λικνίσματος-ώμου. Πολλών ειδών πρόσωπα περνούσαν και χαιρετούσαν τη Ρεβέκκα, πρόσωπα για τα οποία μέσα σε χιλιοστά του δευτερολέπτου το μυαλό μου σκαρφιζόταν ιστορίες και βιογραφικά σημειώματα πριν χαθούν για πάντα μαζί με τον καπνό που φυσούσα στο κενό.
''A Love Supreme'' και η κιθάρα του Μακλάφλιν με ανάγκαζε να κινούμαι ανάλογα με την διάθεσή της, με την Ρεβέκκα να έχει χαθεί μέσα στον προσωπικό της λαβύρινθο σκέψεων και οπτασιών, καθώς ήταν αρκετά μαστουρωμένη για να ξεχάσει την ικανότητα να προφέρει λέξεις. Μία γυναίκα με φωτεινά κόκκινα μαλλιά έβαλε στο χέρι μου ένα ποτήρι και χαμογελώντας πρόφερε μερικές λέξεις που υπό άλλες συνθήκες θα μου αποκάλυπταν την ταυτότητα του νέου μου αποκτήματος, αλλά δεν μπορούσα να τις επεξεργαστώ κι έτσι χαμογέλασα ευγενικά και είπα ''ευχαριστώ''. Καθώς έφερα το ποτήρι στα χείλη μου ένιωσα την γεύση από ρούμι, πορτοκάλι και κάτι πιο πικρό να ανεβαίνει μέχρι τους κροτάφους μου για λίγες στιγμές. Κρατώντας ακόμα το ποτήρι χάθηκα ξανά στις σκέψεις μου μαζί με τα χρώματα, τους ήχους και τις κινήσεις του χορού που περνούσε μπροστά μου, σαν μία κινηματογραφική προβολή σχεδιασμένη μόνο για εμένα. Σχεδιασμένη για εμένα από την Λη.
-Έλα, είναι ώρα.
Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα την Λη να μου χαμογελά προτείνοντας το χέρι της. Το έπιασα και σηκώθηκα, ευχάριστα ζαλισμένος από την έκπληξη. Είναι ώρα. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Έπιασα τον εαυτό μου να την κρατά απαλά από τη μέση και να την ακολουθεί μέσα από κόσμο, σχεδόν σαν να την ξέρω από καιρό και σαν να ξέρω που πηγαίνουμε.
Μου έριχνε κλεφτές ματιές που δυσκολευόμουν να ερμηνεύσω. Ο χορός και η μουσική γύρω μας δυνάμωνε, ή ηχώ από τα τύμπανα χτυπούσε στο κεφάλι μου και εκσφενδονιζόταν πίσω, σαν μια συνεχόμενη αδιάσπαστη ενέργεια που έπρεπε να μοιράσει τον εαυτό της. Η Λη έβαλε κι αυτή το χέρι της στη μέση μου.
Ήξερα πως ένιωθε αυτά που κι εγώ ένιωθα και έβλεπα. Ήξερα πως ο σκοτεινός διάδρομος που μας δεχόταν πλέον ήταν φτιαγμένος από την Λη. Ήξερα ότι έβλεπα καλά ενώ εκτεινόταν σαν ζωντανό ον τόσο μέσα μου όσο και απέναντί μου. Ήξερα ότι ο Ίγκορ θα ερχόταν το πρωί. Έβλεπα σιγά σιγά όλα αυτά που θα γίνονταν και θα άλλαζαν. Έβλεπα τους τοίχους να γεμίζουν ιριδισμούς και μουσική. Έβλεπα το κενό μπροστά μου να χαμογελάει στοργικά και να χάνομαι σε αυτό.
Γύρισα και είδα για μια τελευταία φορά τους ανθρώπους να χαμογελούν, να πάλλονται, να χορεύουν, να μεθούν και να ταλαντεύονται σαν παλιές αναμνήσεις που ξεχνιούνται σε δευτερόλεπτα στην άκρη της στοάς που με καλούσε, σαν ένα θέατρο σχεδιασμένο μόνο για μένα. Σχεδιασμένο μόνο για μένα από την Λη.