Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Μαύρη Ύλη (I).

Ghost World (2001)



-Καλημέρα, να κάνω μια ερώτηση;
-Καλημέρα, βεβαίως.
-Εδώ έρχομαι αν έχω καταγεγραμένο όνειρο;
-Εεε ναι, τα έχετε συμπληρώσει όλα;
-Νομίζω. θέλετε να τα δείτε κι εσείς;
-Ε στα γρήγορα.
Ο υπάλληλος έβαλε τα γυαλιά του και άρχισε να διαβάζει τις κίτρινες σελίδες. Εγώ τον παρατηρούσα. Ήταν καλοξυρισμένος και έδειχνε νέος. Τα μαλλιά του μου θύμιζαν τους Kraftwerk και είχε σφιχτά δεμένη τη γραβάτα του.
Ξαφνικά με κοίταξε.
-Δεν το έχετε κατατάξει.
-Τι εννοείτε; Σχετικά με το είδος;
-Ε ναι, δεν μπορούμε να τα ελέγχουμε όλα.
Η φωνή του ακροβατούσε μεταξύ ενδιαφέροντος και τυπικότητας.
-Είναι πολύ αόριστο. Δεν καταλαβαίνω.
Απόρησα.
-Εεε τι εννοείτε;
-Είναι αόριστο. Περιγράφετε το πρώτο μέρος σαν να μπλέκεται με τα Εκτός.
-Ε ναι, ετσι ήταν.
-Μα δεν γίνεται να αφήνετε κενή την περιγραφή και την κατάταξή του. 
-Μα κι εγώ δυσκολεύομαι να το κατατάξω.
Έλεγα αλήθεια. Δεν ήξερα τι να προσθέσω και που να κατατάξω το όνειρο.
-Θέλετε να το ξανακοιτάξω και να το ξαναφέρω;
-Αν σας είναι εύκολο...
-Ευχαριστω.

Βγήκα από τα γραφεία και έστριψα προς το κέντρο. Έβαλα τα χαρτιά στην τσάντα μου, έστριψα ένα τσιγάρο και στάθηκα στην γωνία για λίγα δευτερόλεπτα. Σκέφτηκα ότι ήθελα καφέ. Περπάτησα αρκετά ανάμεσα σε ανθρώπους που μάντευα ότι πήγαιναν και αυτοί στα γραφεία. Ο κόσμος που τρέχει να καταθέσει καταγραφές ονείρων όλο και αυξάνεται με τον καιρό. Αναρωτιέμαι αν πότε η Γραμματεία θα κάνει την κατάθεση υποχρεωτική. Ίσως ποτέ, ίσως αύριο, δεν ξέρω.



[...]






-Πήγα για κατάθεση σήμερα.
-Στα Γραφεία; Τι έγινε;
-Έκανα λάθος λέει στην φόρμα, δεν τα είχα συμπληρώσει σωστά.
-Και; Τι έγραψες;
-Είναι περίεργο. Θα σου πω όταν είμαστε μόνοι μας.
-Οκ. Θες;
Η Ίνγκριντ μου έδωσε το τσιγάρο. Το πήρα και τράβηξα μια μεγάλη τζούρα. Ο καπνός μου έκαψε τον λαιμό αλλά η γεύση ήταν γλυκιά και καθησυχαστική. Σηκώθηκα όρθιος και της είπα ότι θα πάω να βρω τον Αριάν.
-Κράτα το. Πάω στο μπαλκόνι με τους άλλους, αν θες ποτό μίλα. 
Με φίλησε απαλά στο μάγουλο και της χαμογέλασα. Την κοίταξα καθώς απομακρυνόταν. Τα βήματά της συγχρονίζονταν με την μουσική.
Προχώρησα προς το άλλο δωμάτιο ανάμεσα σε πολύ κόσμο που χόρευε ή επινε ποτό και συζητούσε, χαιρέτισα τρεις γνωστούς, προσποιήθηκα μερικά ακόμη χαμόγελα και το τσιγάρο μου τελείωνε ενώ περπατούσα. Χάζευα για αρκετή ώρα τα φώτα, όταν ο Αριάν εμφανίστηκε μπροστά μου χαμογελώντας.
-Έχεις πιει αρκετά;
Προσπάθησα να τον κοιτάξω στα μάτια αλλά δυσκολευόμουν να εστιάσω.
-Δύο τσιγάρα. Που ήσουν;
-Μιλούσα με την Λώρα για τα καινούρια κομμάτια. 
-Α, δεν ήξερα ότι γράψατε πρόσφατα.
-Ναι, ο δίσκος τελείωσε ουσιαστικά. Έχουμε κάτι θέματα με την παραγωγή αλλά το χω.
Μου έκλεισε το μάτι. Τα γένια του τον έκαναν να φαίνεται άγριος αλλά κατά βάθος ήταν απο τα πιο ευχάριστα άτομα. 
-Τι κάνεις με την Ίνγκριντ;
Ένιωσα ένα ευχάριστο τρεμούλιασμα στα γόνατα.
-Δεν ξέρω, δεν έχουμε μιλήσει και πολύ εδώ και μέρες.
-Την είδα κι εγώ μετά από καιρό, είναι πολύ γλυκιά μαζί σου απόψε ε;
Χαμογέλασα και του έγνεψα ''ναι''.
-Είναι γαμώ τα παιδιά κι εσύ το ίδιο. Αλλά τώρα στο θέμα μας. Το τσιγάρο σου τελείωσε. Έχω ένα ωραίο μπονγκ μέσα. Τι λες;
Γέλασα.
-Εντάξει, αλλά μόνο επειδή το ζητάς ευγενικα.
Έβλεπα την μεγαλόσωμη φιγούρα του να ανοίγει δρόμο αγγίζοντας ευγενικά ώμους και χαμογελώντας. Τα δαχτυλίδια του γυάλιζαν μέσα στο χαμηλό φως και μου έδειχναν τον δρόμο.

 


[Συνεχίζεται]